Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος

Νέα κείμενα για χορό: "Zeppelin Bend (έργο εν εξελίξει)"

Διαβάστε τα κείμενα για τις παραστάσεις του 7ου Φεστιβάλ Νέων Χορογράφων, τα οποία προέκυψαν από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα με τον Sanjoy Roy.

Άρια Μπουμπάκη

Μπαίνω σε έναν χώρο που μου θυμίζει γυμναστήριο. Τραγουδούν πουλιά. Δύο γυναίκες ντυμένες με σορτς και αθλητικά μπαίνουν από αριστερά και δεξιά, ανεβαίνουν στην τετράγωνη πλατφόρμα και ξεκινούν να παλεύουν. Η μάχη τους δεν είναι σκληρή. Φαίνεται σαν να νοιάζονται η μία για την άλλη, σαν να νοιάζονται για τον αντίκτυπο του βάρους και των λαβών τους. Ο ήχος των κινήσεών τους είναι ενισχυμένος και, ενώ τα πουλιά συνεχίζουν να τραγουδούν, μεταφέρομαι στην αρχαία Ελλάδα, παρακολουθώντας, αντί για άντρες, δύο δυνατές και τρυφερές γυναίκες να αγωνίζονται στη φύση.

Ξεκινάει η μουσική, δίνοντας το δυνατό καθαρό μπιτ που συνήθως ακούει κανείς στα γυμναστήρια, και οι δύο γυναίκες αρχίζουν να χορεύουν αεροβική, με ζωηρές απλές κινήσεις και σε ρυθμικά μοτίβα. Μόλις αποφασίζουν να κατεβούν από το ρινγκ, αρχίζουν να τρέχουν κυκλικά σαν ξέφρενα κουνέλια. Ένα «μπιπ» τις φέρνει πάλι πίσω στην πάλη. Συνεχίζουν με λιγότερη ενέργεια, αλλά και πάλι με αυτή την παιδική επιθυμία να συνεχίσουν να κινούνται ακόμη κι αν τους τελειώνει η μπαταρία, ακόμη κι αν το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι headbanging.

Δεν σταματούν. Το headbanging επιμένει, οδηγώντας τες να εξερευνήσουν φυσικές και συναισθηματικές καταστάσεις που μεταλλάσσουν τα σώματα και τα πρόσωπά τους και τις μετακινούν στον χώρο, μέχρι που η καθεμιά τους σκαρφαλώνει ένα άσπρο σχοινί. Κρεμιούνται στον αέρα, στο διάστημα μεταξύ ώθησης και απόσυρσης, μας κοιτούν από ψηλά ενώ οι Pink Floyd τραγουδούν “Breathe, breathe in the air. Don’t be afraid to care. Leave, but don’t leave me. Look around. Choose your own ground”.

Στο “Zeppelin Bend” οι ασκήσεις ευεξίας ανταγωνίζονται την αυτο-συνείδηση και τον αυτο-προσανατολισμό, τα πειθαρχημένα σώματα ανταγωνίζονται τις παρορμήσεις, οι αποφάσεις τον αυθορμητισμό, ο αέρας το δάπεδο. Η Κατερίνα Ανδρέου δεν απορρίπτει το πειθαρχημένο, ενεργοποιημένο σώμα, αλλά τολμά να αναπνεύσει και να προτείνει την επιστροφή σε παιδικές ιδιότητες και απολαύσεις.

Ένα όμορφο και δυνατό έργο σε εξέλιξη, που μας κάνει να θέλουμε να το δούμε στην ολότητά του.

Αναστάσιος Κουκουτάς

Επιμένοντας σε μια ακατάτακτη σκηνική γλώσσα, η Κατερίνα Ανδρέου δοκιμάζει για πρώτη φορά τις δυνάμεις της στη φόρμα του ντουέτου. Στο “Zeppelin Bend”, η αμφισημία χαρακτηρίζει αφενός τον χώρο –κάτι μεταξύ παιδότοπου και fitness bootcamp–, αφετέρου την ίδια τη σχέση των ερμηνευτριών. Ντυμένες πανομοιότυπα –σαν να ήταν συμπαίκτριες σε κάποιον αθλητικό σύλλογο–, παίζουν διαρκώς με τα μεταξύ τους δυσδιάκριτα όρια, λες και η καθεμία συνομιλεί με τον «άλλο» εαυτό της. Παρά τη φαινομενική ομοιότητα, ωστόσο, το παιχνίδι αναδιπλασιασμού δεν στοχεύει στην ταύτιση/εξομοίωσή τους –να εκλάβουμε δηλαδή τις δύο ως ένα–, αλλά σε μια σύγκριση που πολυπλοκοποιεί τις ταυτόχρονες δράσεις τους.

Στη σκηνική αυτή συνύπαρξη, δοσμένη μέσα είτε από ασκήσεις που θυμίζουν ελληνορωμαϊκή πάλη, είτε από κινητικά μοτίβα που παραπέμπουν σε jumpstyle χορό με τέκνο μουσική επένδυση, ο «ανταγωνιστικός άλλος» λειτουργεί ως άλλοθι για να δούμε όχι απλώς δράσεις εις διπλούν, αλλά δυνητικά όρια ελευθερίας μέσα σε κοινές πρακτικές-τεχνικές που κατασκευάζουν το σώμα (άθληση, χορός κ.ο.κ.). Η μετάβαση από το ένα κινητικό υλικό στο άλλο δεν λειτουργεί συνεκτικά· αντιθέτως, όπως και οι εξέδρες-μεμονωμένες νησίδες, υπογραμμίζει τις χωροχρονικές ασυνέχειες ως θεμελιώδη συνθήκη στην αναζήτηση ενός τρόπου κατοίκησης της σκηνής. Οι αιωρήσεις από τα σχοινιά ή το headbanging σε μουσική των Pink Floyd θυμίζουν την εμμονή με την οποία ένα παιδί καταπιάνεται με το παιχνίδι, την αιφνίδια ευχαρίστηση και προσκόλληση σε μια δράση στην οποία δίνεται προσωρινά με όλο του το «είναι». Αν τα υλικά στο “Zeppelin Bend” ενίοτε μας φαίνονται «αφύσικα» –το κελάηδισμα των πουλιών ή το πέπλο καπνού που καλύπτει κάποια στιγμή ολόκληρη τη σκηνή–, αυτό συμβαίνει επειδή μας μεταφέρουν «έξω» ή «αλλού», αντιπροτείνοντας μια ανοίκεια ελαφρότητα σε σχέση με την εμπειρία του σκηνικού χώρου, ο οποίος φαίνεται να μην περικλείει απλώς τη σχέση των ερμηνευτριών, αλλά να τη νοηματοδοτεί ποικιλοτρόπως, υπερβαίνοντας διαρκώς τον ορίζοντα του προβλέψιμου.

Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος

Δημήτριος Κιουσόπουλος

Δύο δίδυμα αγοροκόριτσα χοροπηδούν πάνω στο γκαζόν. Είναι ολόιδιες, φορούν μαύρα παπούτσια, μακριά σορτς και μπλε T-shirt με ένα πορτοκαλί «Ι» στην πλάτη, και έχουν σγουρά μαλλιά τύπου 16ου αιώνα. Στην αρχή παλεύουν στο ρινγκ υπό τον ρυθμό ενός έντονου μουσικού μπιτ, μέχρι που ξεκουράζονται για λίγο. Ακολουθεί μια μεταβατική ελεύθερη περίοδος και μετά ξεκινάνε το τρέξιμο. “Run, rabbit, run” τραγουδούν οι Pink Floyd, και οι δύο χορεύτριες καλπάζουν γύρω από τη σκηνή, με τα γόνατα ψηλά. Πάλι ακολουθεί μια μεταβατική ξεκούραση και ψυχαγωγική μουσική. Ύστερα αρχίζουν να κινούν το κεφάλι τους πάνω κάτω με μηχανική μανία. Αρχικά κινούνται απόλυτα συντονισμένες αλλά μετά αποκλίνουν η μία από την άλλη ενώ διατηρούν την ίδια ένταση. Σκαρφαλώνουν ένα ζευγάρι σχοινιά και ανοίγουν ένα βάθρο όπου έχουν κρύψει νερό και ξηρό πάγο, τα οποία και χρησιμοποιούν για να δημιουργήσουν ομίχλη. Κάνουν διατάσεις, κουβαλούν η μία την άλλη και μετά φεύγουν.

Περίπου 50 λεπτά και 5000 καμένες θερμίδες μετά, θαυμάζω τον αξιοσημείωτη αντοχή, τον συντονισμό και το σθένος των δυο γυναικών, αλλά εξακολουθώ να προσπαθώ να βρω μια κατεξοχήν χορευτική ποιότητα στα φυσικά τους κατορθώματα. Δεδομένου ότι το έργο είναι σε εξέλιξη και τελεί υπό την αιγίδα σημαντικών πολιτιστικών θεσμών (Centre Pompidou και άλλων), περιμένει κανείς ότι η τελική του έκδοση θα περιλαμβάνει στη συνολική δομή της την αισθητική δέσμευση που μου έλειπε από τις λεπτομέρειες της κίνησης.

Σημείωση: Ο όρος “zeppelin bend” αναφέρεται σε έναν συμμετρικό και εγγενώς ασφαλή κόμπο από άκρο σε άκρο (Wikipedia).

Μαρία Μαντούκου

Μόλις έχει ακουστεί η ανακοίνωση για την είσοδο του κοινού στην παράσταση και οι πόρτες ανοίγουν. Μπαίνουμε σε ένα περιβάλλον που θυμίζει γυμναστήριο crossfit: δύο ξύλινες πλατφόρμες βρίσκονται στο δάπεδο, ενώ στη μέση κρέμονται από το ταβάνι λάστιχα αυτοκινήτων και σε δύο γωνίες αναρριχητικά σχοινιά.

Η χορογράφος και ερμηνεύτρια Κατερίνα Ανδρέου βρίσκεται στην άκρη της σκηνής, παρακολουθώντας με προσοχή τον κόσμο που μπαίνει. Η παράσταση αρχίζει με την ίδια να συναντάει τη δεύτερη ερμηνεύτρια, πάνω σε μία από τις δύο πλατφόρμες, ξεκινώντας έναν αγώνα που θυμίζει ελληνορωμαϊκή πάλη. Οι δύο ερμηνεύτριες φορούν την ίδια αθλητική αμφίεση και μοιάζουν φυσιογνωμικά, σε βαθμό που η ατομικότητά τους τείνει να χάνεται. Είναι προσηλωμένες σε έναν ισότιμο αγώνα που περιλαμβάνει πολύ σωματικό κόπο και προσπάθεια, χωρίς στοιχεία ανταγωνισμού. Και ενώ μοιάζουν να είναι προσηλωμένες στη συγκεκριμένη δραστηριότητα, αρχίζει να διαφαίνεται μια τάση για απεμπλοκή τους από αυτήν.

Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, παρακολουθούμε συγκεκριμένα, επαναλαμβανόμενα κινητικά μοτίβα, τα οποία κρύβουν τα πρόσωπα των δύο ερμηνευτριών, επιτείνοντας ακόμα περισσότερο τη μεταξύ τους ομοιότητα. Πάνω στα σώματά τους καθρεφτίζεται ο αέναος αγώνας του ανθρώπου ανάμεσα στην πειθαρχία και την ελευθερία. Είναι σώματα που προπονούνται ασταμάτητα, φτάνοντας συχνά στα όρια της εξάντλησης.

Σε αντίθεση με τις πλατφόρμες, που λειτουργούν περιοριστικά, τα αναρριχητικά σχοινιά είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα από την εξαντλητική επαναληπτικότητα – ένα παιχνίδι αιωρήσεων που δίνει την αίσθηση της ελευθερίας.

Στην πορεία της παράστασης, η μουσική ασκεί μια έντονη επιρροή στις δύο ερμηνεύτριες. Όπως τα μικρά παιδιά αντιδρούν ενστικτωδώς στον ρυθμό, έτσι κι εκείνες ανταποκρίνονται και παρασύρονται στο άκουσμα της ηλεκτρονικής μουσικής. Το ίδιο συμβαίνει και με το κοινό, το οποίο κουνιέται ανεπαίσθητα στον ρυθμό.

Μέσα σε αυτό το απαιτητικό περιβάλλον, όπου η πειθαρχία κατέχει πρωταρχικό ρόλο, δημιουργείται χώρος για στιγμές ελευθερίας μέσα από το παιχνίδι και τον ρυθμό. Είναι μια προσπάθεια εξερεύνησης των ορίων του εαυτού και των μικρών αλλά σημαντικών στοιχείων που μας διαφοροποιούν από τους άλλους.