Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος

Νέα κείμενα για χορό: "Vanishing Point"

Vanishing Point

Διαβάστε τα κείμενα για τις παραστάσεις του 7ου Φεστιβάλ Νέων Χορογράφων, τα οποία προέκυψαν από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα με τον Sanjoy Roy.

Αναστασία Μπάρκα

Οριοθετώντας περιμετρικά την άδεια σκηνή, ένα LED φωτιστικό πλαίσιο γίνεται το κάδρο για ένα ζωντανό γλυπτό. Τα μπλεγμένα μέλη της Δάφνης Αντωνιάδου και του Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου συνθέτουν ένα ανθρωπόμορφο πλάσμα που θυμίζει κάτι από το «ανδρόγυνο» στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα. Ακολουθώντας τον ρυθμικό χτύπο ενός ηλεκτρονικά παραμορφωμένου παλμού, δύο σώματα, ασφυκτικά ενωμένα, παλεύουν μεταξύ σύνδεσης και απόσχισης. Η πάλη τους ορίζει τη μετακίνηση του πλάσματος στον χώρο, καθιστώντας το ζωντανό. Τα μέλη των σωμάτων εξερευνούν επίμονα τρόπους για να συνυπάρξουν, ενώ τα δύο κεφάλια κρατούν απόσταση, παρατηρούν, επιτίθενται και αναζητούν τρόπους να εξασφαλίσουν την ατομικότητά τους. Η ευρηματική και δεξιοτεχνικά εκτελεσμένη χορογραφία των δύο ερμηνευτών προτείνει βασικές αρχές της χορευτικής σχέσης ενός ντουέτου –όπως είναι η επαφή, η στήριξη, η ανύψωση και η μετακίνηση– ως εργαλείου αναζήτησης μιας οργανικής σχέσης επί σκηνής. Το μινιμαλιστικό σκηνικό, τα γεωμετρικά κοστούμια, το ηλεκτρονικό ηχοτοπίο και οι έντονες αλλαγές φωτισμών συνθέτουν ένα απόκοσμο περιβάλλον γεμάτο συμβολισμούς, στο οποίο η σχέση των δύο σωμάτων γίνεται καμβάς πολλαπλών νοημάτων αναφορικά με τη συνθήκη της ανθρώπινης συνύπαρξης. Το “Vanishing Point” είναι μια παράσταση με έντονα ποιητική διάθεση που, χρησιμοποιώντας τη σωματικότητα ως κύριο εργαλείο έκφρασης, ισορροπεί αβίαστα μεταξύ αλληγορίας και κυριολεξίας.

Αναστασία Πολυχρονίδου

Στην αρχή του “Vanishing Point” δύο σώματα βρίσκονται συνδεδεμένα στο κέντρο της σκηνής. Σαν ένας κυβιστικός σωματικός πίνακας από μπλεγμένα πόδια και χέρια, ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου και η Δάφνη Αντωνιάδου δημιουργούν ένα απρόσωπο γεωμετρικό σχήμα με γωνίες και αιχμηρά άκρα. Με τα σώματά τους παγιδευμένα, αρχίζουν σταδιακά να κινούνται σαν ένα έντομο στην άδεια σκηνή. Το δυναμικό δίδυμο, ενωμένο, αρχίζει να μιμείται τη χαρακτηριστική κίνηση της αράχνης. Τα κοστούμια, στο χρώμα του δέρματος και με μαύρα κυκλικά σχέδια, ζωηρεύουν αυτή την παράξενη κινούμενη μορφή.

Οι χορευτές σκύβουν και αλλάζουν κατευθύνσεις, ενώ παράλληλα περιστρέφουν βίαια και διαρκώς τις θέσεις των χεριών και των ποδιών τους. Δίπλα τους, ψυχρά φώτα που σχηματίζουν ένα τετράγωνο αναβοσβήνουν έντονα. Τα σώματα εναλλάσσονται, συνοδευόμενα από σκληρή μουσική και απότομες διακυμάνσεις στο φως. Στο “Vanishing Point” η κάπως βίαιη και δυσαρμονική σύζευξη εκκινεί από την επιθυμία για ένωση με τον άλλο.

Βασιλική Μπέγκα

Με το έργο “Vanishing Point” μάς συστήθηκαν οι χορογράφοι Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου και Δάφνη Αντωνιάδου στο 7ο Φεστιβάλ Νέων Χορογράφων της Στέγης. Σκηνικός χώρος ορίζεται ένα φωτεινό πλαίσιο από λάμπες νέον που είναι τοποθετημένες στο δάπεδο. Η πρώτη εικόνα που αντικρίζει ο θεατής είναι ένα περίτεχνο σύμπλεγμα σωμάτων, περίπου στο κέντρο της σκηνής, το οποίο παραπέμπει ενδεχομένως σε ένα φανταστικό πλάσμα. Αν και πρόκειται για ντουέτο άνδρα-γυναίκας, το φύλο τους δεν γίνεται εξαρχής αντιληπτό. Τα πρόσωπά τους είναι κρυμμένα, εξαιτίας της θέσης των σωμάτων, ενώ τα ολόσωμα κοστούμια σε αποχρώσεις μπεζ-μαύρου ενισχύουν τη ζωόμορφη όψη του συμπλέγματος. Η μουσική σχεδόν συγχρονίζεται με τις εναλλαγές των φωτισμών, ενισχύοντας έτσι την ονειρική/εφιαλτική ατμόσφαιρα. Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, τα δύο σώματα παραμένουν ενωμένα, αλλάζοντας τρόπους «δεσίματος», ενώ τα άκρα, που δεν σταματούν ποτέ τις μικροκινήσεις, ξεδιπλώνονται σταδιακά και η μετακίνηση γίνεται μεγαλύτερη.

Τα κεφάλια έχουν πλέον φανερωθεί και το ανθρωπόμορφο πλάσμα κινείται σχεδόν παλινδρομικά στη σκηνή. Ως απόρροια, ο θεατής διακρίνει ξεκάθαρα τον χώρο που ορίζουν τα σώματα των χορευτών –τη συνθήκη να τα εκλάβουμε ως ένα–, αλλά η γραφή στον σκηνικό χώρο είναι ασαφής και διάχυτη. Η κίνηση των ερμηνευτών είναι επαναληπτική και σπασμωδική, δηλώνοντας μια τάση τόσο απεγκλωβισμού όσο και αυταρέσκειας. Μήπως, τελικά, το πλάσμα πρέπει να αποδεχτεί ένα σώμα και να ζήσει με την ολότητα αυτού του ενός, αυτάρκους σώματος;

Βαρβάρα Μπαρδακά

Η παράσταση “Vanishing Point” μάς καλωσορίζει με μια στατική εικόνα δύο συμπλεγμένων, σφιχταγκαλιασμένων σωμάτων, τα οποία θυμίζουν τη Λερναία Ύδρα. Αυτή την εικόνα τονίζει και η ενδυμασία τους: πανομοιότυπες εφαρμοστές φόρμες που αφήνουν να φανούν τα σώματά τους και δημιουργούν μια αίσθηση συνέχειας από το ένα κορμί στο άλλο. Από την αρχική ακινησία, το κοινό σώμα που δημιουργούν ξεκινά να επικοινωνεί κινητικά μέσω μιας άτακτης, αλλά ρυθμικής συνομιλίας με τα άκρα του. Οι δύο χορευτές αρχίζουν να συνεργάζονται, προκειμένου να μεταφερθούν στον χώρο, δίνοντας νέα σχήματα στο «πλάσμα» που οι ίδιοι διαμορφώνουν. Ελευθερώνοντας κάποια από τα άκρα τους, προσεγγίζουν τη μερική ανεξαρτησία τους και εξελίσσουν την επικοινωνία τους, άλλοτε μέσα από μια απόπειρα συνεννόησης κι άλλοτε πάλι μέσα από μια πάλη. Ανακαλύπτοντας σταδιακά τα πρόσωπά τους, παρατηρούμε πλέον καθαρότερα τις προσωπικότητες και τα συναισθήματά τους. Στη συνέχεια, αλληλεπιδρούν σε μεγαλύτερες ταχύτητες και εξελίσσουν τη δράση τους σε υψηλότερα επίπεδα του χώρου, αναζητώντας τη λειτουργικότητα όσων βιώνουν, κινητικά και ερμηνευτικά. Ταξιδεύοντας μέσα από αυτούς τους περίπλοκους κινητικούς συνδυασμούς, οι χορευτές συγκρούονται με την πρωτοβουλία για ατομική ανεξαρτησία, ενώ ένα τρεμάμενο φως δίνει έντονο, χαοτικό ρυθμό σε αυτή την εικόνα. Η διαδικασία αυτή σβήνει σταδιακά, οδηγώντας το «πλάσμα» ξανά σε μια ηρεμία. Τέλος, αυτή η προσπάθεια εγκαταλείπεται και το «πλάσμα» βρίσκει τον εαυτό του ξανά στην κατάσταση από την οποία ξεκίνησε.

Οι χορευτές και χορογράφοι Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου και Δάφνη Αντωνιάδου δημιούργησαν ένα έργο βασισμένο στις δυνατότητες που προσφέρει το σώμα για απόλυτη επαφή, συνδυάζοντας πολυπλοκότητα και ρίσκο. Επί σκηνής, χρησιμοποίησαν φώτα φθορίου περιμετρικά της σκηνής και τα αξιοποίησαν διττά, ως χωρικό όριο, αλλά και ως φωτορυθμικό εργαλείο. Μέσω της έντασης της σωματικής τους επαφής, αλλά και της θεατρικότητας στα πρόσωπά τους, οι δύο χορευτές επικοινώνησαν άμεσα την εμπειρία τους στο κοινό.

Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος

Vanishing Point | Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου & Δάφνη Αντωνιάδου

Αναστάσιος Κουκουτάς

Δύο σώματα σε ασφυκτικό εναγκαλισμό. Η καταιγιστική μουσική άλλοτε επιτείνει την επιθυμία τους να αποκολληθούν κι άλλοτε πάλι δημιουργεί μια εναγώνια παύση – λες και αν λυθεί αυτός ο σάρκινος κόμπος, τα σώματα θα παραδοθούν ολοκληρωτικά στην ακινησία. Στο “Vanishing Point”, συμβολισμοί και αναφορές από κάτι απόκοσμο τροφοδοτούν και πλάθουν το υλικό της παράστασης: έκπτωτοι ενός σκοτεινού μέλλοντος ή ξεχασμένες οντότητες ενός μακρινού παρελθόντος, δεν έχει ακριβώς σημασία. Και οι δυο τους μοιάζουν ενωμένοι – σαν το σώμα του καθενός να ήταν για τον άλλον η τελευταία σανίδα σωτηρίας. Αναπόφευκτα, το ντουέτο αυτό –αν και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ντουέτο, με τυπικούς χορογραφικούς όρους– είναι φορτισμένο εκφραστικά με ξεσπάσματα, μικροκινήσεις που μεγιστοποιούν τον μυϊκό τόνο και με μια υποβόσκουσα σωματική βία, ένδειξη της αμφίσημης πάλης στην οποία επιδίδονται ισάξια οι δύο ερμηνευτές. Πράγματι, εδώ δεν υπάρχει νικητής· η όποια νίκη σηματοδοτείται από την επιθυμία να κρατηθούν ενωμένοι, ώστε ακόμη κι αν τα σώματα «εκτροχιαστούν», παρασυρόμενα σε μια χαοτική δίνη κινήσεων, η επαφή τους να εξακολουθεί να ορίζει τον ελάχιστο χώρο, μέχρι να μετουσιωθεί σε μια άλλη μορφή ζωής.

Ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου και η Δάφνη Αντωνιάδου καταθέτουν ένα ντουέτο υψηλής σωματικής έντασης. Η πρώτη τους κοινή απόπειρα στη χορογραφία χαρακτηρίζεται από δοκιμές με κινητικά υλικά που τους είναι οικεία, κρίνοντας τουλάχιστον από το γεγονός ότι και οι δύο παραμένουν ενεργοί χορευτές. Η μουσική, κατά κύριο λόγο, συνοδεύει οργανικά το κομμάτι, χρωματίζοντας με ανάλογους τόνους τις δράσεις, ενώ δεν λείπουν στιγμές που υπερθεματίζει, δημιουργώντας μια πιο «κινηματογραφικά» αισθητή και επιβλητική ατμόσφαιρα. Τα κοστούμια –άραγε, έμμεση αναφορά στο Léon Bakst;– συμπληρώνουν εικαστικά το συνολικό αποτέλεσμα και επιτείνουν την ποθητή πλαστικότητα των σωμάτων. Ατυχές το γεγονός ότι το ανύπαρκτο βάθος της σκηνής φέρνει σε πρώτο πλάνο τη δράση, ενώ η κυρίαρχη εντύπωση είναι πως η προοπτική κρίνεται απαραίτητη για να διασφαλιστεί αισθητική συνοχή στο όλον.