Νέα κείμενα για χορό: "Reverie"

Reverie

Διαβάστε τα κείμενα για τις παραστάσεις του 7ου Φεστιβάλ Νέων Χορογράφων, τα οποία προέκυψαν από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα με τον Sanjoy Roy.

Άρια Μπουμπάκη
Η Γεωργία Τέγου και ο Μιχάλης Θεοφάνους παρουσιάζουν το έργο τους “Reverie” στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Δύο γυναίκες και δύο άντρες στα μαύρα και δύο πλάσματα που, φορώντας άμορφες μάσκες, ψάχνουν το άγνωστο και μάχονται με το παρελθόν τους, αμφισβητούν συνεχώς την απόσταση ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Τα πράσινα και μοβ φώτα, τα οποία συχνά χειρίζονται οι ίδιοι οι ερμηνευτές στη σκηνή, δημιουργούν ένα σύμπαν που διεγείρει ασυνείδητα ένστικτα και παρορμήσεις, ενώ ενθαρρύνεται ο μετασχηματισμός των σωμάτων σε μυθικά όντα. Μπαλόνια, μάσκες και ένα πλαστικό γκαζόν –που χρησιμοποιείται άλλοτε ως φορεσιά και άλλοτε ως χαλί– συμβάλλουν επίσης στην ανάδειξη του μαγικού ρεαλισμού που οι δημιουργοί θέλουν να προωθήσουν στη σκηνή, όχι απαραίτητα για να αναφερθούν στη σφαίρα του φανταστικού, αλλά κυρίως για να αμφισβητήσουν τον καθημερινό κομφορμισμό.

Ωστόσο, μπορεί να υπάρξει πραγματική ονειροπόληση χωρίς να αφεθούμε στην ελεύθερη επήρεια του ονείρου; Η κίνηση των χορευτών, ο φωτισμός και τα σκηνικά αντικείμενα είναι καθορισμένα στην εντέλεια, αγγίζοντας την ομορφιά αλλά όχι τον παλμό του κόσμου των ονείρων. Τι είναι η ονειροπόληση όταν δεν μπορούμε να ονειρευτούμε πέρα από το θέατρο;

Sanjoy Roy

Τα όνειρα αποτελούν έμπνευση για πολλούς καλλιτέχνες. Οι ελεύθερες συσχετίσεις, οι σουρεαλιστικές ή υπερρεαλιστικές εικόνες, η κατακερματισμένη αφήγηση, οι έντονες διαθέσεις και τα μυστηριώδη νοήματα που φέρει ο ονειρικός κόσμος μοιάζουν να αγγίζουν το ευαίσθητο σημείο της ίδιας της δημιουργικότητας.

Το “Reverie” της Γεωργίας Τέγου και του Μιχάλη Θεοφάνους δεν πηγαίνει τόσο μακριά. Πράγματι, η εικονογραφία του προέρχεται από βαθιά όνειρα. Οι τέσσερις χορευτές –Arianna Ballastrieri, Φένια Χατζάκου, Michael Incarbone και Κώστας Παπαματθαιάκης– μεταμορφώνονται σε μυθικά πλάσματα και υβριδικά όντα: το ένα σέρνεται στο έδαφος σαν θαλάσσιο ερπετό, άλλα φορούν μάσκες-κράνη που στέφουν τα κεφάλια τους με σπείρες και πλοκάμια. Σε μια εντυπωσιακή εικόνα (άμεσα αναγνωρίσιμη από το “Self Unfinished” του Xavier Le Roy, έργο του 1998), μια γυναίκα αναδιπλώνεται σε ένα πλάσμα που κινείται ανάποδα, από μπρος προς τα πίσω, με τα χέρια στο πάτωμα και τις παλάμες να κοιτούν προς τα μέσα.

Οι ερμηνευτές ενσαρκώνουν και ανθρώπινες φιγούρες, αλλά σουρεαλιστικές και αρχετυπικές: μια γυναίκα σηκώνει ένα χαλί που μοιάζει με γκαζόν και το τυλίγει γύρω της σαν βασιλική ρόμπα, μια άλλη γυναίκα κρατάει λευκά μπαλόνια που φαίνεται σαν να αντικαθιστούν το κεφάλι της με κενά συννεφάκια σκέψης. Παράλληλα, ο σκηνικός φωτισμός ενεργοποιείται με τέτοιο τρόπο ώστε το φως, η σκιά και το χρώμα να αλλάζουν συνεχώς.

Για όλα αυτά, το αποτέλεσμα μοιάζει περίεργα επιφανειακό – περισσότερο σαν ονειροπόληση παρά σαν βαθύ όνειρο, μια σειρά από περιπλανώμενες σκέψεις και ανώφελους ρεμβασμούς, που πολύ συχνά συνοδεύονται από μια περιπλανητική μουσική η οποία εξαπλώνεται μεν στη σκηνή αλλά, όπως και το ίδιο το έργο, δεν εισχωρεί στο ασυνείδητο.

Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος

Μαριάννα Πανουργιά

Οι δημιουργοί μάς μεταφέρουν από την πρώτη σκηνή σε έναν ονειροπόλο, αλλά όχι ονειρικά πλασμένο, κόσμο. Ακολουθούμε το φως του προβολέα, το οποίο ίσως μας οδηγεί στην αρχή κάποιων δονκιχωτικών ονειροπολήσεων. Ίσως πάλι να συνταξιδεύουμε με την Αλίκη στη χώρα την οποία δεν επισκέφτηκε κανείς, αλλά όλοι ονειρευτήκαμε, ή, εντέλει, μπορεί να βρεθούμε προ εκπλήξεως σε ένα σκηνικό τρόμου.

Οι σκηνές εναλλάσσονται γρήγορα, με διαφοροποιήσεις στα κινητικά μοτίβα και τον αριθμό των χορευτών επί σκηνής (soli, dueti και ομαδικά). Ενίοτε, κατά τη διάρκεια του έργου, οι χορευτές εμφανίζονται με μάσκες βγαλμένες από εφηβικές ταινίες τρόμου ή με άσπρα μπαλόνια αντί για πρόσωπο, χωρίς όμως το γεγονός αυτό να αποδίδει ξεκάθαρη ταυτότητα ή πρόθεση στον χαρακτήρα. Συνεπώς, οι χαρακτήρες και οι σκοποί τους παραμένουν ασαφείς και ρευστοί. Οι χορευτές ισορροπούν μεταξύ άρτιας εκτέλεσης και ακροβατικής πραγματικότητας, τόσο με υπερευέλικτες σπονδυλικές στήλες όσο και με άκρα που χρησιμοποιούνται αντίστροφα (πόδια αντί χεριών). Σε μια ανατροπή του ονειρικού, υπερβατικού στοιχείου που κυριαρχεί συνολικά, η παράσταση φαίνεται να αναπαράγει στερεοτυπικά τα φύλα σε σχέση με τις ενδυμασίες, τις μεταξύ τους δυναμικές και τις ικανότητές τους.

Η μουσική, υπόκωφη, δεν επιβάλλεται στην κίνηση. Συμπράττει, όμως, στο ανεπαίσθητα αγωνιώδες περιβάλλον. Οι πράσινες και κίτρινες αποχρώσεις του φωτισμού παραπέμπουν στο υπαρκτό πολικό Σέλας και στη φανταστική ομίχλη των σκοτεινών παραμυθιών. Οι ενδυμασίες, με μαύρη δαντέλα και διαφάνειες, σε συνδυασμό με τη χρήση οικείων, αλλά όχι απαραίτητα χρηστικών αντικειμένων (τσόχα, μπαλόνια και φώτα LED –τα οποία, βάσει μιας άτυπης χορογραφικής συνθήκης, μετατρέπονται σε σκηνές χορού–, φορέματα, και όργανα τηλεμεταφοράς), δημιουργούν την αίσθηση μιας απροσδιόριστης ρομαντικής εποχής.

Τέλος, η αίσθηση της ονειροπόλησης διατρέχει όλο το έργο, χωρίς σημεία κορύφωσης, πέραν του τέλους. Οι χορευτές μεταφέρουν επί σκηνής μια οριακά παραμυθένια ιστορία, επικαλυμμένη με ψήγματα εφηβικού τρόμου, αφήνοντάς μας να αναρωτιόμαστε για το πώς θα ήταν η δική μας ονειροπόληση, ποιους χαρακτήρες θα διαλέγαμε να προσθέσουμε και τι χαρακτηριστικά θα είχαν.

Μαρία Μαντούκου

Στη νέα δουλειά της Γεωργίας Τέγου και του Μιχάλη Θεοφάνους ξεδιπλώνεται ένας αλλόκοτος κόσμος, όπου τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας είναι δυσδιάκριτα. Εναλλάσσονται διαρκώς πλάσματα που θυμίζουν το φαντασιακό σύμπαν των ταινιών του Guillermo del Toro –και ιδιαίτερα τον «Λαβύρινθο του Πάνα»– ή είναι βγαλμένα από σκοτεινά μεσαιωνικά παραμύθια και τη μυθολογία. Στόχος της περιπλάνησης των πλασμάτων δεν είναι να τρομάξουν, αλλά να προκαλέσουν την περιέργεια και το ενδιαφέρον.

Το εικαστικό περιβάλλον της παράστασης λειτουργεί συμπληρωματικά προς τους ερμηνευτές, εντείνοντας την παραμυθένια ατμόσφαιρα. Η χρήση των φωτισμών, ως σκηνικών αντικειμένων, και ο χειρισμός τους από τους ίδιους τους ερμηνευτές αποτελεί μια ασυνήθιστη συνθήκη, που ταιριάζει στον ρυθμό της παράστασης, δημιουργώντας ωστόσο κάποιες φορές κενά στη ροή. Το παιχνίδι ανάμεσα στις σκιές και τους ίδιους τους ερμηνευτές προσφέρει μια οπτική εμπειρία ψευδαισθήσεων, παραπέμποντας στη δουλειά της ομάδας Pilobolus.

Απευθυνόμενοι στο συλλογικό ασυνείδητο, οι δύο χορογράφοι αφηγούνται μια ιστορία αρχετύπων, μέσα από συνειρμική αφήγηση. Είναι μια πρόσκληση προς τον θεατή να καταδυθεί στο φαντασιακό του και να απεμπλακεί από την ανάγκη για συγκεκριμένη λογική νοηματοδότηση των όσων βιώνει.