Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος

Νέα κείμενα για χορό: "manoeuvre_"

manoeuvre_

Διαβάστε τα κείμενα για τις παραστάσεις του 7ου Φεστιβάλ Νέων Χορογράφων, τα οποία προέκυψαν από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα με τον Sanjoy Roy.

Αγγελική Μπάρα

Η παράσταση “manoeuvre_” αντιστέκεται στις εύκολες κατηγοριοποιήσεις και επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Σε ένα λιτό σκηνικό περιβάλλον, με το πάτωμα καλυμμένο από πλαστική διαφάνεια και με μικρές εναλλαγές φωτισμού, υπό τη συνοδεία ενός ηχοτοπίου, εκτυλίσσεται μια χορευτική δράση στην οποία περιλαμβάνεται και ένα ασυνήθιστο υλικό: μια ξύλινη σανίδα.

Αυτή η συνύπαρξη θέτει πολλά ερωτήματα γύρω από τον ρόλο του αντικειμένου, το οποίο κυριαρχεί σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Πρωταγωνιστούν το εύκαμπτο «υλικό» των χορευτριών και το άκαμπτο υλικό του ξύλου. Η χορογραφία αναπτύσσεται μέσα από ευθύγραμμες πορείες στον χώρο, ενώ η σανίδα οριοθετεί τη δράση σε άξονες: τον κάθετο, τον οριζόντιο και τον διαγώνιο. Οι χορεύτριες κινούνται πάντα σε σχέση με το ξύλο και προσαρμόζουν τις κινήσεις τους ως προς την επιφάνεια, τη γεωμετρία, το βάρος του. Οι δράσεις τους δημιουργούν μια συμμετρία, η οποία αντανακλάται στο πλαστικό και τον τοίχο, παράγοντας σχηματισμούς. Ο θεατής παρατηρεί μια σειρά κινήσεων, οι οποίες με την εναλλαγή τους δίνουν κάθε φορά διαφορετικές νοηματοδοτήσεις στο ξύλο.

Οι ερμηνεύτριες συστήνουν ένα καθημερινό αντικείμενο και το παρουσιάζουν στο κοινό, γίνονται ένα με αυτό και προσπαθούν να «συνομιλήσουν» με τις δυνατότητές του. Η εργονομία των κινήσεων, σε συνδυασμό με τη λιτή σκηνική παρουσία, συντηρούν ένα μονότονο συναίσθημα στους θεατές, το οποίο κυριαρχεί από την αρχή μέχρι το τέλος της παράστασης. Ωστόσο, εύλογα αναρωτιέται κανείς, σε ποιον βαθμό το έργο “manoeuvre_” ανατρέπει τον τρόπο που κωδικοποιούμε τη γλώσσα του χορού μέσα τις πολλαπλές χρήσεις του αντικειμένου.

Μαριάννα Πανουργιά

Το κοινό εισέρχεται στον χώρο. Δύο γυναίκες χορεύτριες κείτονται με την πλάτη στο πάτωμα, κάτω από μια ξύλινη σανίδα. Τα μάτια τους είναι κλειστά και μοιάζουν σαν να κοιμούνται. Περιμένουν, κάτω από το βάρος της σανίδας, να καθίσουν οι θεατές, ενώ εγώ σκέφτομαι: είναι μεγάλο το βάρος; Μπορούν να αναπνεύσουν;

Οι δύο χορεύτριες κινούνται αργά με τη σανίδα, σαν να είναι ένα σώμα. Μετά από λίγο η σανίδα γίνεται ένα αντικείμενο με πολλές μορφές. Ένα άρτια εκτελεσμένο και συντονισμένο παιχνίδι αντιστάθμισης ξεκινάει μεταξύ των τριών τους. Οι ζωηρές προσπάθειες των χορευτριών να βρουν ισορροπία έρχονται σε αντίθεση με τη στασιμότητα της άψυχης σανίδας.

Κατά τη διάρκεια του έργου, η ξύλινη σανίδα μεταμορφώνεται. Από τη μία μοιάζει με τάφο, με δύο παλάμες να ξεπροβάλλουν από τις άκρες του, και από την άλλη μοιάζει με γκιλοτίνα, με κεφάλια και χέρια να κρέμονται. Άλλες φορές μοιάζει με τραμπάλα, με τσουλήθρα, με κούνια ή με ξύλινο αλογάκι. Είναι άραγε παιχνίδι; Οι χορεύτριες κινούνται με σαφή και προκαθορισμένο τρόπο στη σκηνή. Σταματούν όταν φτάνουν στην επιθυμητή ισορροπία. Συνεχίζουν να χειρίζονται με επιδεξιότητα τη σανίδα, σαν να ήταν αναρριχητικός τοίχος, σκάλα ή ανυψωτικό μηχάνημα. Μήπως είναι εργαλείο λοιπόν;

Η συγκεκριμένη χορογραφία είναι μια μελέτη για τον τρόπο που ένα αντικείμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη σκηνή σε σχέση με τις κινήσεις εξισορρόπησης των ερμηνευτών. Η δουλειά των χορευτριών βασίζεται στη συνεργασία, μέσα από ατελείωτες προσπάθειες για την επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα σε εκείνες και στη σανίδα, και ουσιαστικά μέσα από την απόπειρα δημιουργίας ενός κοινού τόπου.

Η χρήση και η μετάλλαξη της σανίδας αποτελούν γόνιμο έδαφος για να συλλάβει κανείς τη σκηνή ως την ενεργή περιοχή ανάμεσα στο αντικείμενο και στην κινητική δημιουργικότητα, στη ζωή και στην απουσία της, στη χαρά και στην ακινησία. Ως θεατής, αισθάνθηκα σαν να βρισκόμουν σε μια παιδική χαρά για ενήλικες, προσδοκώντας μια στιγμιαία και ταυτόχρονα εύθραυστη ισορροπία.

Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος

Αναστασία Πολυχρονίδου

Στην αρχή του “manoeuvre_”, η Κάντυ Καρρά και η Χαρά Κότσαλη βρίσκονται ξαπλωμένες στο έδαφος, ενωμένες στην ίδια γραμμή, ενώ μια ξύλινη σανίδα ισορροπεί πάνω στα σώματά τους. Το λιτό και αφηρημένο σκηνικό συνοδεύει η ακινησία και η σιωπή. Με πρόσωπα ανέκφραστα, οι χορεύτριες μανουβράρουν τη σανίδα, τη μεταφέρουν, την τραβούν, την ισορροπούν ή κρύβονται πίσω της. Τσουλάνε από την κορυφή της στο πάτωμα ή τη χρησιμοποιούν ως αντικείμενο για να ισορροπήσουν τα χέρια τους με ένα ελαφρύ λύγισμα του καρπού.

Αυτή η παιχνιδιάρικη εφευρετικότητα που πηγάζει από τη σχέση μεταξύ σώματος και αντικειμένου μάς δημιουργεί περιέργεια για το τι θα γίνει στη συνέχεια. Τελικά όλα μένουν σε μια κατάσταση μόνιμης αστάθειας, καθώς η προσπάθεια να ισορροπήσει η σανίδα στον τοίχο συνεχίζει να αποτυγχάνει. Καθ’ όλη τη διάρκεια του “manoeuvre_”, η αλληλεπίδραση μεταξύ ζωντανού σώματος και άκαμπτου υλικού παραμένει το ενεργό σημείο ενδιαφέροντος, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη διάκριση μεταξύ «υποκειμένου» και «αντικειμένου».

Sanjoy Roy

Έχετε ποτέ ισοπεδωθεί από μια επίπεδη συσκευασία συναρμολογούμενων επίπλων; Ξαπλωμένες κάτω από μια ξύλινη σανίδα, που μοιάζει σχεδόν σαν το καπάκι ενός φέρετρου, η Κάντυ Καρρά και η Χαρά Κότσαλη φαίνεται σαν όλο αυτό να το έχουν ξαναπεράσει.

Το υπόλοιπο του λιτού αυτού έργου –για δύο σώματα, μια σανίδα και περιστασιακούς γδούπους και τριξίματα– εξελίσσεται σαν μια επανάληψη των κινήσεων που θα μπορούσαν να είχαν φέρει εξαρχής τις χορεύτριες σε αυτή την αδιέξοδη συγκυρία. Με τα πρόσωπά τους είτε κρυμμένα είτε επίμονα κενά, η Καρρά και η Κότσαλη διαδοχικά γλιστρούν πάνω στη σανίδα, την τοποθετούν, τη μεταφέρουν και την περιστρέφουν.

Το έργο στρέφεται προς μια διακριτική ασάφεια. Από τη μια πλευρά, οι γυναίκες –με τα χέρια τους να διπλώνουν και να πιάνονται, τις πλάτες τους να γέρνουν και τα πόδια τους να γραπώνονται– είναι μέρη ενός υλικού, μηχανικού κόσμου. Από την άλλη, η σανίδα έρχεται πιο κοντά στο ανθρώπινο σύμπαν, στο οποίο οι γυναίκες, με τον μελαγχολικά ουδέτερό τους τρόπο, τη χρησιμοποιούν εναλλάξ σαν τραμπάλα, μοχλό, πυξίδα ή αναρριχητικό πλαίσιο.

Κατά κύριο λόγο, βλέπουμε τις κινήσεις χωρίς να συγκινούμαστε από αυτές, αλλά υπάρχουν στιγμές ποιητικής σημασίας. Όταν οι χορεύτριες χρησιμοποιούν τη σανίδα σαν σκάλα για να φτάσουν ψηλά, για παράδειγμα, σαν να προσπαθούν να αγγίξουν κάποιον υψηλότερο σκοπό. Ή στην τελική σκηνή, όταν η σανίδα αναπηδά επανειλημμένα ενώ οι γυναίκες προσπαθούν διαρκώς να τη στήσουν όρθια – αντισταθμίζοντας τη στατική και ανέκφραστη έναρξη του έργου με μια σισύφεια εικόνα της ζωής, που συνεχίζεται.