Νέα κείμενα για χορό: “Re-call"

Διαβάστε τα κείμενα για τις παραστάσεις του 7ου Φεστιβάλ Νέων Χορογράφων, τα οποία προέκυψαν από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα με τον Sanjoy Roy.

Μπετίνα Παναγιωτάρα

Η σκηνή είναι αμυδρά φωτισμένη και θυμίζει τούνελ. Στο βάθος, τοποθετημένα σαν σκηνικά, είναι μια αναπηρική καρέκλα και δύο πατερίτσες φωτισμένες με ταινίες LED. Η ατμόσφαιρα είναι κάπως απόκοσμη. Δύο χορεύτριες στέκονται. Η πρώτη τους κίνηση είναι να προχωρήσουν προς το κοινό και να ανάψουν ταινίες από φώτα LED, τα οποία είναι κολλημένα στο πάτωμα και οριοθετούν τον χώρο γραμμικά. Με μεγάλη ακρίβεια και πολύ συγκεκριμένες κινήσεις, η καθεμία από τις χορεύτριες ξεκινά μια διαδρομή στον χώρο, με τον δικό της ρυθμό και τρόπο. Δύο σώματα, διαφορετικά μεταξύ τους, δημιουργούν νοητές γραμμές και φτιάχνουν ανεξάρτητες αφηγήσεις, καλώντας τον θεατή να τις παρακολουθήσει.

Η Βιβή Χριστοδουλοπούλου και η Ειρήνη Κουρουβάνη, χορεύτριες με αναπηρία, διασχίζουν τον χώρο ασταμάτητα με συγκεκριμένο ρυθμό, ωσότου η μουσική δίνει το στίγμα για μια απελευθέρωση από αυτή τη σταθερή πορεία. Κυριολεκτικά χτυπιούνται στον ρυθμό της μουσικής, σαν να κάνουν μια παύση από την καθημερινότητα ή τη ρουτίνα τους, που παίρνει μια δραματική τροπή μικρής διάρκειας. Σύντομα επιστρέφουν στον ρυθμό τους και συνεχίζουν τη διαδρομή τους, μόνο που πλέον η αναπηρική καρέκλα και οι πατερίτσες παύουν να είναι και να μοιάζουν σαν σκηνικά.

Στον απογυμνωμένο χώρο, αυτά τα δύο σώματα, που μοιράζονται τις δικές τους εμπειρίες και ιστορίες χωρίς να εξυπηρετούν μια συγκεκριμένη αφήγηση, μαγνητίζουν, αλλά είναι ένα ερώτημα κατά πόσο η χρήση των φωτισμών και της μουσικής πλαισίωσε αυτή τη δυναμική των σωμάτων επί σκηνής ή κυριάρχησε επ’ αυτής. Η παράσταση “Re-Call” θέτει ερωτήματα για τη διαφορετικότητα των σωμάτων, για το πώς αυτά ορίζουν αλλά και πώς καταγράφονται στον χώρο και τον χρόνο, σε μια αέναη διαδικασία.

Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος

Βασιλική Μπέγκα

Τι είδους ταυτότητες κουβαλούν τα κινούμενα σώματα; Μπορούν να συνυπάρξουν η αναπηρία και η ομορφιά, με τρόπο που να μην αποκλείει η μία την άλλη; Αυτά είναι ερωτήματα που προκύπτουν εύλογα από το ντουέτο “Re-Call” της ανερχόμενης χορογράφου Βενετσιάνας Καλαμπαλίκη.

Βρισκόμαστε σε ένα blackbox. Στο δάπεδο, ταινίες LED δημιουργούν φωτεινά μονοπάτια, το μήκος των οποίων ξεδιπλώνεται σταδιακά με την είσοδο των ερμηνευτριών. Και οι δύο κινούνται από το βάθος της σκηνής στο προσκήνιο. Η μουσική, που ξεκινάει λίγο πιο μετά, προτείνει σε όλη τη διάρκεια της παράστασης ελάχιστες αλλαγές δυναμικών. Η εγγύτητα του κοινού με τη σκηνική δράση επιτρέπει στον θεατή να συγκεντρωθεί στη λεπτομέρεια της κίνησης των σωμάτων. Η Ειρήνη Κουρουβάνη και η Βιβή Χριστοδουλοπούλου, με ρούχα που διαγράφουν τις γραμμές του σώματός τους, σχηματίζουν, ξεχωριστά η καθεμία, ευθύγραμμες διαδρομές. Δύο φαινομενικά soli με ασύμπτωτες πορείες συνυπάρχουν και συνδέονται σχεδόν αποκλειστικά χωροχρονικά – ενίοτε, και μουσικά. Πρόκειται για μικρές ιστορίες που τείνουν διαρκώς να συναντηθούν. Η επανάληψη των διαδρομών, με μικρές κινητικές παραλλαγές, ή και η μεταξύ τους απόκλιση ως μοναδικό σημείο «συνάντησης», ενισχύουν, έως έναν βαθμό, τη δραματουργία και τη συγκίνηση. Οι ερμηνεύτριες χρησιμοποιούν άλλοτε αναπηρικό αμαξίδιο, άλλοτε πατερίτσες, αλλά και τίποτα εκ των δύο.

Πώς, όμως, η χορογράφος θα μπορούσε να αξιοποιήσει –και όχι τόσο να αναδείξει– το διαφορετικό σώμα; Στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, η κυρίαρχη αισθητική περιορίστηκε στη «μετρημένη» κίνηση, στη φόρμα σε χωροχρονικά πλαίσια. Ωστόσο, ο θεατής έμεινε διψασμένος για ακόμη περισσότερους δρόμους αξιοποίησης της ποιητικότητας των μορφών. Θα μπορούσε ο πειραματισμός να παντρευτεί την ίδια την κίνηση, σπάζοντας τα όρια των διαφορετικών σωμάτων; Πώς η φαντασίωση για τα ιδεατά όρια των ικανοτήτων μπορεί να περάσει στο στάδιο της εμπειρίας; Τελικά, η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα του σώματος εισβάλλει σε μια αποστειρωμένη «σκηνή» ή υπολανθάνει ως ενυπάρχον κομμάτι της; Ας ανακαλέσουμε!

Δημήτριος Κιουσόπουλος

Καθώς μπαίνουμε στον χώρο, δυο άνθρωποι περιμένουν στο βάθος ενός υποφωτισμένου, άδειου μακρόστενου δωματίου. Τα φώτα (από την Ελίζα Αλεξανδροπούλου) σβήνουν και ξανανοίγουν, και βλέπουμε δύο γυναίκες με αναπηρία (Ειρήνη Κουρουβάνη, Βιβή Χριστοδουλοπούλου) να βρίσκονται στο έδαφος δίπλα σε ένα ζευγάρι πατερίτσες και ένα αναπηρικό καροτσάκι, και τα δύο φωτισμένα με LED ώστε να τονίζεται το γεγονός και το είδος της αναπηρίας. Αντί να χρησιμοποιήσουν τα βοηθητικά αντικείμενα, οι δύο γυναίκες σέρνονται προς τους θεατές και ενεργοποιούν και άλλες λάμπες LED που μοιάζει να σηματοδοτούν τις γραμμές εκκίνησης ενός φανταστικού στίβου. Αυτό τουλάχιστον υπονοεί η αθλητική ενδυμασία των γυναικών.

Η Κουρουβάνη χρησιμοποιεί τα χέρια της για να περπατήσει ή για να γυρίσει γύρω από τον εαυτό της. Όλα συμβαίνουν στο έδαφος, μέχρι που η Χριστοδουλοπούλου, με ακρωτηριασμένο το ένα κάτω άκρο, σηκώνεται στο ανέπαφο πόδι της και αρχίζει μια ταλάντωση εμπρός και πίσω, σαν ένα τέλειο εκκρεμές, σαν να χορεύει σε ένα νυχτερινό κέντρο, υπό την ηλεκτρονική μουσική της Θάλειας Ιωαννίδου.

Πρόκειται για μια κίνηση που είναι τεχνικά πολύ δύσκολη στην εκτέλεση, και έγινε ακόμα πιο δύσκολη όταν η χορεύτρια άρχισε να σέρνεται πλαγίως με το πόδι της σε όλο το δωμάτιο, πολύ γρήγορα. Πραγματικά εντυπωσιακό. Εσείς μπορείτε να το κάνετε; Αμφιβάλλω. Εγώ το προσπάθησα, είναι πολύ δύσκολο.

Ενώ η Χριστοδουλοπούλου ερμηνεύει το σόλο της, η συνεργάτιδά της συνεχίζει την αντίστοιχη κίνησή της στο έδαφος. Αργότερα οι δύο τους χρησιμοποιούν το καροτσάκι και τις πατερίτσες για να πλησιάσουν δραματικά προς το κοινό, ενώ η κίνησή τους συνοδεύεται από ένα καλά συντονισμένο ηχητικό crescendo. Ο χορός τους συνεχίζεται με άλλα αλληλεπιδραστικά μέρη, προτού επανέλθει το αρχικό μοτίβο – εξού και η «επανάκληση» (re-call).

Ήταν κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού που αισθάνθηκα ότι καλύτερα η χορογράφος Βενετσιάνα Καλαμπαλίκη να ανέπτυσσε περαιτέρω τις ιδέες και τις κινήσεις που παρουσιάστηκαν με τόσο εντυπωσιακό τρόπο στο πρώτο μέρος, αντί να τις επαναλάβει σ’ αυτό το κυκλικό πρότυπο.