Διαβάστε τα κείμενα για τις παραστάσεις του 7ου Φεστιβάλ Νέων Χορογράφων, τα οποία προέκυψαν από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα με τον Sanjoy Roy.

Sanjoy Roy

Καταγράψτε τα στοιχεία: μια φούγκα για πιάνο που ηχεί σε ένα άδειο σκηνικό, με την περίμετρό του να οριοθετείται από ράβδους φωτισμού στο επίπεδο του εδάφους. Η πίσω ράβδος είναι αναμμένη. Το “DisJoint” της Αναστασίας Βαλσαμάκη είναι όντως ένα έργο που παίζει με τα στοιχεία: ήχοι, φως, χώρος, χρώματα. Και φυσικά με τους χορευτές –Γαβριέλα Αντωνοπούλου, Νεφέλη Αστερίου και Τάσο Καραχανίδη– και τους βηματισμούς των φράσεών τους, φτιαγμένες από αναδιπλώσεις, στροφές, δρασκελιές, κλίσεις και ρίγη. Όλα είναι τόσο αρθρωτά όσο η φούγκα.

Το έργο ξεδιπλώνεται ως μια ακολουθία ξεχωριστών επεισοδίων, το καθένα με τον δικό του φωτισμό και χρώμα –οι λαμπτήρες αλλάζουν από πορτοκαλί σε βαθύ μπλε– και με τον δικό του ήχο, είτε πρόκειται για το τρίξιμο μιας μακρινής ηχητικής εγγραφής (μια γρατζουνισμένη, κατακερματισμένη επανάληψη της πρώτης φούγκας), είτε πρόκειται για τον ξηρό ήχο από βότσαλα που τρίβονται. Σε κάθε επεισόδιο, σιωπηρές οδηγίες μεταξύ των χορευτών προκαλούν αναταραχές δράσης και αλληλεπίδρασης. Μετά από λίγο παρατηρούμε ότι, ενώ αλλάζει η ποιητική –σε ένα σημείο όλα σχετίζονται με την ταχύτητα, σε άλλο όλα με την αφή και το βάρος, και σε άλλο με τη συνύφανση– πολλά από τα στοιχεία επαναλαμβάνονται, όπως οι ίδιες λέξεις σε διαφορετικές προτάσεις.

Όπως πολλά από τα έργα του προγράμματος, το “DisJoint” μοιάζει ημιτελές, σαν να βρίσκεται ακόμα στη φάση της δημιουργίας και όχι στη φάση της τελειοποίησης. Αλλά υπόσχεται πολλά: είναι συναρπαστικό να το βλέπεις, πάντα διαυγές, μελετημένο και –θα το ξαναπώ– με καθαρή άρθρωση.

Μίνα Ανανιάδου

Ένα μουσικό πρελούδιο συνοδεύει μια σταδιακά αναδυόμενη φωτιστική εγκατάσταση· 4 γραμμές νέον διατρέχουν τη σκηνή οριοθετώντας τον τετράγωνο σκηνικό καμβά. Η φούγκα που ακούγεται, καθώς σχηματίζεται αυτό το άδειο τετράγωνο, προμηνύει και όλη τη δομή όσων θα εκτυλιχθούν εντός του.

Στο τρίο αυτό, η χορογράφος Αναστασία Βαλσαμάκη προτείνει μια «ανοίκεια σωματικότητα», ένα είδος μη λειτουργικής κίνησης που δημιουργεί ανακολουθίες στη δομή του έργου και της σύνθεσης. Οι χορευτές αυξομειώνουν τις μεταξύ τους αποστάσεις και αναπτύσσουν ένα ιδιαίτερο λεξιλόγιο, έναν δικό τους τρόπο συν-ομιλίας, διαμορφώνοντας έτσι μια ασυνάρτητη, κινούμενη αρχιτεκτονική, η οποία καταφέρνει όμως να κρατήσει ζωντανούς τους εσωτερικούς της χώρους. Η «κομματιασμένη», αποσπασματική γλώσσα δεν είναι μόνο εμφανής στο κινητικό υλικό που αρθρώνουν οι χορευτές, αλλά βιώνεται και στον τρόπο θέασης.

Η δυσκολία, κατά στιγμές, να εστιαστεί η προσοχή μου στο σύνολο των τριών χορευτών με έκανε να βιώσω με επιτυχία τη λειτουργία του disjoint –που ήταν και ο τίτλος του κομματιού– στο βλέμμα μου. Το εύρος του οπτικού πεδίου αυξομειωνόταν επιλεκτικά, με μη προοδευτικό τρόπο, μέσα στο εύρος του χρόνου της παράστασης: ο κατακερματισμός του βλέμματος του θεατή οδηγούσε σε μια μη συνεκτική παρακολούθηση της σκηνικής δράσης, ενώ μερικές φορές η «ανόργανη», πλην όμως φωτεινή, γλώσσα του συνόλου εξασφάλιζε έναν πιο αρμονικό, συμπεριληπτικό τρόπο θέασης.

Η έλλειψη ροής της κίνησης συνυπήρχε αρμονικά με την αυστηρή δομή της φούγκας, επιτρέποντας να αναδειχθεί περιεχόμενο σε μια κινητική, αφηρημένη συνομιλία, που δεν απαιτούσε από το κοινό καμιά νοηματική επένδυση.

Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος

Μαρία Μαντούκου

Στη νέα δουλειά της χορογράφου Αναστασίας Βαλσαμάκη, παρακολουθούμε τη δημιουργία μιας μικρογραφίας της κοινωνίας, η οποία εκτυλίσσεται πάνω στη σκηνή. Τρεις ερμηνευτές πλαισιώνονται από ένα φωτιστικό κάδρο: στο πάτωμα, περιμετρικά της σκηνής, υπάρχουν φώτα νέον σε ορθογώνιο σχήμα. Ο φωτισμός υπάρχει από την έναρξη της παράστασης, πριν από την είσοδο των ερμηνευτών, θέτοντας το χωρικό πλαίσιο της σκηνικής δράσης. Η χρωματική του αλλαγή μοιάζει να συνδιαλέγεται με τη σκηνική δράση, είτε επηρεάζοντας τη διάθεση των ερμηνευτών, είτε αντιδρώντας στις αλλαγές των προθέσεών τους, συνιστώντας ένα ενδιαφέρον στοιχείο της παράστασης.

Οι τρεις ερμηνευτές μάς μεταφέρουν σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί η αναζήτηση της επικοινωνίας. Οι κινήσεις τους είναι γραμμικές, αρμονικές και γεμάτες σιγουριά. Καθένα από τα μέλη αυτής της κοινωνίας αναζητά τρόπους για να αποκαλύψει τον εαυτό του στους άλλους, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθεί, προκαλεί και αφουγκράζεται τους άλλους, συμμετέχοντας σε ένα παιχνίδι διεκδίκησης της θέσης του μέσα σε αυτή τη συνθήκη. Η επικοινωνία, όμως, πολλές φορές διακόπτεται απότομα και οι προθέσεις αλλάζουν. Κάθε φορά που παγιώνεται μια επικοινωνία ή επιτυγχάνεται μια σύνδεση, η προσπάθεια διακόπτεται και ξεκινάει μια καινούρια, μέχρι την τελική αποσύνδεση, αφήνοντας μια αίσθηση μετέωρου και ανολοκλήρωτου.

Παρασκευή Τεκτονίδου

Μια σύνθεση για πιάνο που μοιάζει με φούγκα –ή με invention για δύο φωνές– συνυφαίνει επαναλαμβανόμενα μουσικά θέματα. Σε αντιστοιχία με τη μουσική, τέσσερις οριζόντιοι λαμπτήρες νέον φωτίζουν διαδοχικά, οριοθετώντας την εμβέλεια της σκηνής, σαν να δημιουργούν τον απαραίτητο χώρο για να αφήσουμε πίσω τη θορυβώδη καθημερινότητα και να μπούμε στον μοναδικό κόσμο της παράστασης. Σ’ αυτή την ήρεμη ατμόσφαιρα εισέρχονται δύο γυναίκες κι ένας άντρας. Τα ευκίνητα σώματά τους περιστρέφονται, εκτείνονται, κυματίζουν, ρέουν. Οι χορευτές ανοίγουν τα χέρια τους και επιμηκύνουν τα άκρα τους, δημιουργώντας σπείρες με το σώμα τους ενώ διασχίζουν τη σκηνή. Η κίνησή τους είναι σβέλτη, ήρεμη και παιγνιώδης. Συγχρονίζονται περιστασιακά σε εφήμερες ρουτίνες, χωρίς να απομονώνονται από την ομάδα. Οι χορευτές παίζουν με μοτίβα, αλληλεπιδρώντας σε συνεχή ροή ακόμα και όταν βρίσκονται σε παύση. Ταξιδεύουν σε όλη τη σκηνή καθώς ο φωτισμός από νέον (από τον Απόστολο Στράντζαλη) αλλάζει χρώματα.

Η πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Γιώργου Πατεράκη μετακινείται προς τα έξω και προς τα μέσα, βουτάει στη σιωπή, επιστρέφει σε παραλλαγές και θραύσματα, μερικές φορές θολά σαν μια ασαφής μνήμη, άλλες φορές επιταχύνει ή κόβεται απροσδόκητα. Οι ερμηνευτές αλληλεπιδρούν σε αντίστιξη ή σε αρμονία με τη μουσική, ενώ συνεχίζουν να ταλαντεύονται. Δημιουργούν περιστροφικά μοτίβα ή σπρώχνουν τα χέρια τους στο ύψος των ώμων ακόμα κι όταν η μουσική σταματά. Η χορογραφία φαίνεται να επενδύει περισσότερο στην ενεργοποίηση των κιναισθητικών μας αντιδράσεων –προκαλώντας μας να χορέψουμε μαζί με τους ερμηνευτές– παρά στην αφηγηματική μας εμπλοκή.

Η σύνταξη στην οποία επενδύει η Αναστασία Βαλσαμάκη είναι τόσο σποραδική όσο και συνεχής. Το λεξιλόγιό της εκδηλώνει την εμπιστοσύνη της στο υλικό σώμα περισσότερο από τις αφηρημένες ιδέες – υπενθυμίζοντάς μου ότι η παράδοση των Cunningham, Forsythe και De Keersmaeker εξακολουθεί να έχει επίμονους εξερευνητές.