Federica Bueti: Ζώντας στο πλευρό των Άγιων και των Καταραμένων

Το πρότζεκτ «Ζώντας στο πλευρό των Άγιων και των Καταραμένων» είναι ένα συνεργατικό καλλιτεχνικό ερευνητικό εγχείρημα της συγγραφέως Federica Bueti και της πολυεπιστημονικής καλλιτέχνιδας Shuruq Harb – ένα έργο που διερευνά πώς τα ερείπια θα μπορούσαν να γίνουν δομικά στοιχεία για την κριτική ανάπλαση της αφήγησης μιας ζωής, πέρα από την τοξική κληρονομιά της κατασκευής του έθνους. Κατά τη διάρκεια της συμμετοχής μας στο πρόγραμμα, θα διερευνήσουμε και θα ακολουθήσουμε εναλλακτικές προσεγγίσεις στην αρχαιολογία, ενώ θα καλέσουμε μυθικά πλάσματα να γίνουν θεματοφύλακες και συντηρητές του υλικού πολιτισμού, ώστε να δημιουργήσουμε μια συνομιλία μεταξύ διαφορετικών τόπων κατά μήκος των ακτών της Μεσογείου.

Καλλιτεχνικό σημείωμα

Η συνομιλία μας με τη διαθεματική καλλιτέχνιδα Shuruq Harb ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια, με γνώμονα την επιθυμία να βρούμε μια γλώσσα για να συζητήσουμε τους τόπους καταγωγής μας –τόποι που βρέχονται από την ίδια θάλασσα και έχουν μια εξίσου περίπλοκη ιστορία–, αποφεύγοντας γενικεύσεις και συγκρίσεις που θα τους μείωναν ή τη χρήση αντιθετικών εννοιών για την κατανόησή τους. Και οι δύο προερχόμαστε από τη λεκάνη της Μεσογείου (από την Καλαβρία της Ιταλίας και από την Παλαιστίνη). Οι τόποι αυτοί έχουν πολλές ομοιότητες ως προς την τοπογραφία, τα τοπία, τη θερμοκρασία, την ιδιοσυγκρασία, τη χλωρίδα, τις ιστορίες από την αρχαιότητα και τα ερείπιά τους – ακόμα κι αν όλα τα παραπάνω βρίσκονται εκτεθειμένα σε διαφορετικές δικαιοδοσίες και πολιτικές στον σύγχρονο κόσμο. Και οι δύο, επίσης, νιώθουμε την καθήλωση στους τόπους καταγωγής μας: η Καλαβρία βρίσκεται εγκλωβισμένη εξαιτίας της ιταλικής πολιτικής και της διαίρεσης της χώρας σε Βορρά και Νότο. Οι κάτοικοι της Καλαβρίας είναι καταδικασμένοι να εξαρτώνται από μια επισφαλή οικονομία βασισμένη στον τουρισμό, κάτι που καταργεί τόσο την αίσθηση του ριζώματος όσο και κάθε μελλοντική προοπτική. Η Παλαιστίνη είναι ένα ακόμη πιο σύνθετο περιβάλλον εξαιρετικής αστάθειας. Το δικαίωμα στη γη αμφισβητείται με τρόπο που καθιστά δύσκολο σε μια Παλαιστίνια καλλιτέχνιδα να κυκλοφορεί ελεύθερα, να ζει και να εργάζεται δίχως να χρειάζεται να εξηγεί ή να δικαιολογεί συνεχώς την ύπαρξη και την πρακτική της, να αφήνει ελεύθερη τη φαντασία της και να φαντάζεται ένα μέλλον πέρα από εθνικιστικά προτάγματα. Θα θέλαμε να εξετάσουμε με διαφορετικό τρόπο την πιθανότητα να ζούμε δίπλα στα ερείπια, σε χωριά και πόλεις που αναπτύχθηκαν γύρω από τα απομεινάρια της ελληνιστικής, της ρωμαϊκής και της βυζαντινής περιόδου.

Στην προσπάθειά μας να καταρρίψουμε τον μύθο περί «καταραμένων» και «ιερών» τόπων που ενυπάρχει στο δυτικοευρωπαϊκό αφήγημα, θέλαμε να σκεφτούμε κριτικά πώς η αρχαιολογία έχει χρησιμοποιηθεί ώστε να εξορύξει την υποτιθέμενη ουσία του έθνους-κράτους, το οποίο ριζώνει στο χρονολόγιο της γέννησής του κι έπειτα αναρριχάται. Διερερωτηθήκαμε πώς έχουν μετατραπεί αυτά τα εδάφη σε «επάρατους» ή «άγιους» τόπους, μέσα από έναν διαχωρισμό που μοιάζει να γίνεται βάσει της απιθανότητας διαφορετικών εκδοχών του μέλλοντος. Αποδομώντας την εξορυκτική λογική που συνδέει τα αρχαιολογικά αντικείμενα με τον πολιτιστικό τουρισμό και την εκάστοτε εθνικιστική ατζέντα, επιθυμούμε να αμφισβητήσουμε τους συμβολισμούς που συνοδεύουν τα ερείπια, όπως και να αναζητήσουμε άλλους τρόπους. Ποιες αρχαιολογικές και ιστοριογραφικές πρακτικές είναι διαθέσιμες και με ποιους τρόπους μπορούμε να κατοικήσουμε στον χρόνο και στον χώρο, πέρα από την εξόρυξη, την επιτήρηση και τα τείχη που χτίζονται για να προστατεύσουν και να διατηρήσουν την «ιερότητα» ενός τόπου;

Νιώσαμε και οι δύο την ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε την τέχνη και τη φαντασία για να εξιστορήσουμε αυτές τις αφηγήσεις και τον αντίκτυπό τους στην καθημερινή μας ζωή, αλλά και για να βρούμε τρόπους να ξεφύγουμε από αυτή την αίσθηση του ανέφικτου, του «ανέφικτου της επιστροφής», ώσπου να φανταστούμε ένα διαφορετικό μέλλον που θα χαρακτηρίσει τους τόπους καταγωγής μας. Η θάλασσα έγινε το μεταφορικό μας μέσο κι ένας φαντασιακός τόπος.

Το 2022, όταν μας δόθηκε επιτέλους η ευκαιρία να βρεθούμε ψυχή τε και σώματι στο ίδιο μέρος –και μάλιστα στην Αθήνα, που βρίσκεται για εμάς στο μέσον μιας γεωγραφικής, ιστορικής και συμβολικής διαδρομής–, αποφασίσαμε ότι ο καλύτερος τρόπος για να προσεγγίσουμε το έργο μας ήταν να παραμείνουμε ανοιχτές στην πιθανότητα των τυχαίων συναντήσεων, στο πλαίσιο και στις καταστάσεις που ορίζει η τοπικότητα της Αθήνας, έχοντας παράλληλα για πυξίδα μας τη θάλασσα, τη γεωγραφία και την ιστορία της. Αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε το περπάτημα και την κουβέντα ως μεθόδους και πρακτικές σκέψης και εννοιολόγησης μιας πολιτικής της διέλευσης· έτσι, ακολουθήσαμε μια κίνηση που αντλεί από τη διαισθητικότητα του σώματος, τη συνομιλία και τον διάλογο με ιστορικούς της ναυσιπλοΐας, ιστορικούς της θάλασσας, καλλιτέχνες και επαγγελματίες του χώρου του πολιτισμoύ, περαστικούς που κυκλοφορούν καθημερινά στους δρόμους της Αθήνας, ώσπου «συναντήσαμε τη θάλασσα» στα πιο απρόσμενα και αντισυμβατικά μέρη.

Η έρευνά μας άρχισε να διαμορφώνεται μετά από έναν περίπατο στους λόφους του Φιλοπάππου και του Λυκαβηττού, μέσα από τα ερείπια της Ακρόπολης και με κατεύθυνση τη θάλασσα, στον δρόμο για τη Γλυφάδα: μια βόλτα που κράτησε πάνω από τέσσερις ώρες, κατά τη διάρκεια της οποίας καταγράψαμε ήχους και εικόνες του περιβάλλοντος. Περπατήσαμε ως τον Πειραιά και το λιμάνι του, όπου περάσαμε ώρες παρατηρώντας την κίνηση στη θάλασσα – το μεγάλο φορτηγό πλοίο, τα επιβατικά πλοία, τα τουριστικά σκάφη, αλλά και τις στρατιωτικές λέμβους να προσεγγίζουν και ν’ αναχωρούν από την προβλήτα. Θέλαμε να εξερευνήσουμε τον γύρω χώρο, πιο πάνω, πιο μέσα ή στην ευρύτερη περιοχή, κι αυτό τελικά προέκυψε χάρη στη θάλασσα. Όπου και να στρέφαμε το βλέμμα, δυτικά, από τα ανατολικά προς τα βορειοανατολικά, βορειοδυτικά, βορειοανατολικά, νότια, βόρεια, ανατολικά, και πάλι δυτικά, βόρεια ή βορειοανατολικά, δεν βλέπαμε παρά μόνο γέρικα πλοία.

Οι βόλτες και η παρατηρήση του περιβάλλοντός μας, το οποίο μας έκανε να νιώσουμε μια κάθε άλλο παρά απρόσμενη οικειότητα, πλαισιώθηκε από συναντήσεις και αξιοσημείωτες συζητήσεις με την καθηγήτρια ναυτιλιακής ιστορίας Τζελίνα Χαρλαύτη και με την ομάδα της ανακατασκευής του ναυτικού αρχείου του Ιδρύματος Ωνάση, της οποίας βρίσκεται επικεφαλής. Συζητήσαμε επίσης και με επαγγελματίες που, διατηρώντας τη βάση τους στην Αθήνα, εργάζονται πάνω στις ιστορίες της θάλασσας και της λεκάνης της Μεσογείου. Κατά τη διάρκεια αυτών των συναντήσεων μάθαμε περισσότερα για τη ναυτική ιστορία της Μεσογείου από τη σκοπιά της ελληνικής ναυτιλιακής βιομηχανίας και ιστορίας. Αυτό μας οδήγησε στο Πλωτό Μουσείο Hellas Liberty στον Πειραιά. Το συγκεκριμένο πλοίο τύπου Liberty παραχωρήθηκε στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ εν είδει αρχείου και μνημείου της συμβολής της Ελλάδας στην απελευθέρωση της Ευρώπης από τον ναζισμό. Σήμερα το πλοίο λειτουργεί ως μουσείο: αυτός είναι ο λόγος που το προσεγγίσαμε ως ερείπιο, ναυάγιο, υλικό απομεινάρι μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, ως παρουσία μιας απουσίας, ως τόπο ενός γεγονότος που μπορεί να έχει συμβεί ή να μην έχει συμβεί ακόμη. Κινηματογραφήσαμε τόσο στο εσωτερικό του πλοίου, στο κύτος του που σήμερα φιλοξενεί μια έκθεση με υλικό από τα ταξίδια των διαφόρων πλοίων Liberty Ελλήνων πλοιοκτητών, όσο και το εξωτερικό του, καταγράφοντας το ηχητικό τοπίο, την ακατάπαυστη δραστηριότητα και τη στατικότητα όλων των πραγμάτων που βρίσκονταν σε κίνηση.

Η επιλογή μας να κινηματογραφήσουμε το εσωτερικό του Liberty και τον περιβάλλοντα χώρο ήταν ένας τρόπος αναζήτησης μια οπτικής και ποιητικής γλώσσας για να μιλήσουμε για την απουσία, την απώλεια, την απουσία ελπίδας, τη διακοπή και το ανέφικτο της επιστροφής. Η θάλασσα –ως τόπος διέλευσης και επικράτεια του παγκόσμιου εμπορίου, του αστυνομικού ελέγχου, του τουρισμού και της μετανάστευσης– μας επιτρέπει να μιλήσουμε για την αίσθηση της απώλειας και της καθήλωσης που η Shuruq κι εγώ έχουμε βιώσει στους τόπους καταγωγής μας, στην Καλαβρία και την Παλαιστίνη. Έτσι, το πλοίο Liberty έγινε μια πύλη εισόδου (και όχι το βασικό επίκεντρο της έρευνάς μας), ένα δοχείο και ένας χάρτης για να πλοηγηθούμε και να αποκτήσουμε πρόσβαση στις αφηγήσεις για τους εμπορικούς δρόμους, τα επιχειρηματικά μοντέλα των υπεράκτιων εταιρειών και το λαθρεμπόριο. Για να αναλογιστούμε τι αντιστέκεται στην παρόρμηση να αρχειοθετηθεί και να διατηρηθεί. Για να βρούμε μια γλώσσα που θα μιλήσει για τις αφηγήσεις γύρω από τους ανατρεπτικoύς, υπονομευτικούς τρόπους διακίνησης αγαθών και ανθρώπων σε όλη την περιοχή της λεκάνης της Μεσογείου – αφηγήσεις που ούτε έχουν εξιστορηθεί ούτε έχουν καταγραφεί.

Η περίοδος παραμονής μας στην Αθήνα, λοιπόν, αφενός μας έδωσε την ευκαιρία να αρχίσουμε να οικοδομούμε την ιστορική, επίσημη και υλική μελέτη μας, και αφετέρου μας παρότρυνε ν’ ανοίξουμε τα πανιά μας, οδηγώντας την έρευνα σε πιο βαθιά νερά.