Λυκούργος Πορφύρης: Τυφλός σοφός άνθρωπος
Τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για τη δημιουργία τμημάτων και ενοτήτων προσβασιμότητας σε μουσεία, γκαλερί και κέντρα παραστατικών τεχνών, προκειμένου να γίνουν πιο συμπεριληπτικά για περιθωριοποιημένες ομάδες. Τι θα γινόταν όμως αν η προσβασιμότητα ενσωματωνόταν στην καλλιτεχνική μας πρακτική;
Το “Blind Wise Man” είναι μια σκηνική περφόρμανς/ μουσικός μονόλογος που αντιμετωπίζει την προσβασιμότητα ως ήδη ενταγμένη στην πρακτική των καλλιτεχνών/ιδων και όχι ως μια απλή προσθήκη στοιχείων προσβασιμότητας. Η παράσταση αποκαλύπτει τα στερεότυπα που δημιουργούν διακρίσεις σχετικά με την αναπηρία και αναζητά δυνητικές μεθόδους αντίστασης ενάντια στα ικανοτιστικά νεοφιλελεύθερα συστήματα.
Το έργο είναι μια διαχρονική και διαχωρική μυθοπλασία που ακολουθεί το ταξίδι ενός αλμπίνου με μειωμένη όραση σε τοπία καταπίεσης του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Η παράσταση θέτει ερωτήματα: Πώς η θρησκεία δαιμονοποιεί το «άλλο» και επιβάλλει πολιτικές ελέγχου σε περιθωριοποιημένα σώματα; Πώς η τεχνολογία και η ιατρική εργάζονται για τη «διόρθωση» και την κανονικοποίηση των μη-συμμορφούμενων σωμάτων αντί να αναπτύσσουν πιο προσβάσιμες πλατφόρμες; Πώς οι δυτικές κοινωνίες περιθωριοποιούν ομάδες θεωρώντας τες τερατώδεις προκειμένου να εδραιώσουν τις ιδέες τους περί ανθρωπισμού;
Μέσα από αυτά τα ερωτήματα, ο καλλιτέχνης προσπαθεί να βρει μορφές αντίστασης και εναλλακτικούς τρόπους να βλέπεις, να ξεφεύγεις και να εξεγείρεσαι ενάντια στην ετεροïκανονικότητα.
Λυκούργος Πορφύρης
«ΟΤΑΝ ΕΙΜΑΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟ, ΝΙΩΘΩ ΤΟΣΗ ΜΟΝΑΞΙΑ. ΓΙΑΤΙ ΕΧΕΙ ΟΛΗ ΤΗ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΠΟΥ Ο ΙΔΙΟΣ! ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ. ΟΤΑΝ ΕΙΜΑΙ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΝΙΩΘΩ ΤΟΣΟ ΜΟΝΟΣ. ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΛΗΡΗΣ ΑΓΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΕΙ. ΑΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΦΤΙΑΓΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΑΓΝΟΟΥΝ ΤΙΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ. ΤΙΠΟΤΑ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ.»
Μετά από περισσότερα από επτά χρόνια εργασίας στον τομέα της τέχνης, έχω συνειδητοποιήσει ότι η αγορά της τέχνης δεν διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη αγορά. Παρ’ όλα αυτά, δεν μάσησα τα λόγια μου όσον αφορά το εννοιολογικό μέρος της δουλειάς μου και έχω υλοποιήσει έργα με έντονη ακτιβιστική εστίαση. Συμμετέχοντας σε αυτή την ανταγωνιστική αγορά τέχνης, μου ήταν δύσκολο να βρω χρόνο και χώρο για να ερευνήσω την αναπηρία μου, να εξερευνήσω εναλλακτικούς τρόπους θέασης και να δημιουργήσω κόσμους που έχουν τις ρίζες τους στις προσωπικές μου εμπειρίες.
Το «Τυφλός σοφός άνθρωπος», σε αντίθεση με προηγούμενα έργα μου όπου η προσέγγισή μου ως προς την ερμηνεία της τέχνης προσπερνούσε την αναπηρία, είναι ένα ερευνητικό έργο και μια βαθιά κατάδυση στον κόσμο της δικής μου τυφλότητας. Διερευνά όχι μόνο την προσωπική μου οπτική γωνία αλλά και το πώς η αναπηρία γίνεται αντιληπτή και ελέγχεται από τα ετεροκανονικά, ικανοτιστικά και νεοφιλελεύθερα συστήματα. Το πρότζεκτ επιδιώκει να βρει τρόπους αντίστασης μέσα από τη βαθύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα ανάπηρα σώματα κατασκευάζονται ως «άλλα» και αντιμετωπίζονται ως «χρήσιμα παραδείγματα» που πρέπει να αποφεύγονται (μέσω της αποξένωσης και των διακρίσεων) ή/και να θαυμάζονται (μέσω της φετιχοποίησης και της εμπορευματοποίησης). Ο τελικός στόχος είναι να δημιουργηθούν νέες αφηγήσεις και μυθολογίες για μελλοντικές ουτοπίες.
Η ιστορία απεικονίζει ένα διαχρονικό και άδειο τοπίο όπου εγώ, ενσαρκώνοντας τον «τυφλό σοφό», χρησιμοποιώ την καλλιτεχνική διαδικασία της υπερταύτισης για να αναπτύξω έναν μονόλογο που αμφισβητεί τα στερεότυπα που έχουν επιβληθεί στις ταυτότητες των τυφλών ανά τους αιώνες. Το έργο είναι μια επιστημονική φαντασία, που ταξιδεύει από την αρχαιότητα στους μεσαιωνικούς χρόνους για να καταλήξει σε φουτουριστικές δυστοπίες ή/και ουτοπίες.
Λυκούργος Πορφύρης
Κατά τη διάρκεια της δίμηνης έρευνάς μου στο πλαίσιο του Onassis AiR, ανέπτυξα τα δύο πρώτα κεφάλαια του «Τυφλού σοφού ανθρώπου»: «Ο χρόνος και ο χώρος» και «Η ιερή αγελάδα και το βρώμικο γουρούνι». «Ο χρόνος και ο χώρος» ξεκινά με μια διερεύνηση των εννοιών σκότους/τυφλότητας και όρασης/φωτός στα θρησκευτικά κείμενα, εξετάζοντας πώς οι θρησκευτικοί ηγέτες έχουν χρησιμοποιήσει αυτές τις έννοιες για να επιβάλουν πολιτικές ελέγχου σε βάρος περιθωριοποιημένων σωμάτων. Ο στόχος εδώ δεν είναι να επικρίνω την ίδια την πίστη, αλλά να ρίξω φως στο πώς τα θρησκευτικά κείμενα έχουν χρησιμοποιηθεί από τους εξουσιαστές για να ενσταλάξουν φόβο. Μήπως η εξέλιξη αυτών των προληπτικών πολιτικών του φόβου είναι οι ευγονικές πολιτικές της ανθρωπιστικής εποχής; Στο «Η ιερή αγελάδα και το βρώμικο γουρούνι» εξετάζω την αναπηρία, την τύφλωση και την τερατογένεση, διερευνώντας πώς οι φιλελεύθερες και νεοφιλελεύθερες κοινωνίες έχουν εγκαθιδρύσει τον ανθρωπισμό μέσω της δαιμονοποίησης ή/και της φετιχοποίησης του «άλλου». Βασίζομαι στην κριτική θεωρία της αναπηρίας και σε προσωπικές εμπειρίες, προκειμένου να κατανοήσω τις διαφορές και τις ομοιότητες μεταξύ αυτών των δύο μορφών περιθωριοποίησης. Πώς διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο οι άλλοι βλέπουν τα σώματα των ατόμων με αναπηρία, και πώς εμείς, ως άτομα με αναπηρία, αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας μέσα από τον φακό του ικανοτιστικού ελέγχου; Τέλος, θέτω το «κλασικό φιλοσοφικό» ερώτημα: Είναι το τέρας γοητευτικό ή αηδιαστικό; Ή μπορεί να είναι και τα δύο;
Η έρευνα ενεργοποιείται μέσω μιας μουσικής περφόρμανς-εγκατάστασης, η οποία αποτελείται από ένα πολυκάναλο ηχοτοπίο και μια βιντεοπροβολή μεγάλων υπότιτλων που απεικονίζουν την αφήγηση και το τραγούδι του αφηγητή. Ο ήχος συνδυάζεται με εκτυφλωτικό ή αμυδρό ατμοσφαιρικό φωτισμό συγχρονισμένο με τον ήχο και το κείμενο. Στο συγκεκριμένο έργο χρησιμοποίησα στρατηγικές προσβασιμότητας ως αναπόσπαστο μέρος της πρακτικής μου και όχι ως μια απλή προσθήκη για να ικανοποιηθούν κάποια κριτήρια συμπερίληψης. Αυτή η προσέγγιση μου επέτρεψε να είμαι πιο ειλικρινής, τόσο απέναντι στον εαυτό μου ως άτομο με μειωμένη όραση όσο και απέναντι στην κοινότητά μου. Ο ήχος αποτελεί το κύριο εργαλείο για την απεικόνιση των τοπίων και της χρονικότητας του έργου, ενώ ο φωτισμός ανταποκρίνεται στον ήχο, προσφέροντας μια αφηρημένη εικόνα των αφηγήσεων. Οι μεγάλοι υπότιτλοι ακολουθούν τη φωνή του αφηγητή αλλά λειτουργούν και ως διαμαρτυρία ενάντια στην τρέχουσα τάση του σύγχρονου κινηματογράφου, όπου το κείμενο συχνά ελαχιστοποιείται για αισθητικούς λόγους.
Δεδομένου ότι ο ήχος είναι ένα από τα πιο καθοδηγητικά στοιχεία σε αυτό το έργο, επέλεξα να συνδυάσω παλιά και σύγχρονα ηχητικά στοιχεία, προκειμένου να προκαλέσω το αποτέλεσμα ενός διαχρονικού ηχοτοπίου. Συγχώνευσα φουτουριστικούς ήχους συνθεσάιζερ, που συνήθως ακούγονται στη σύγχρονη ποπ μουσική, με παραδοσιακά όργανα και πολυφωνικό ή βυζαντινό χορωδιακό τραγούδι. Για την αφήγηση επέλεξα μια φωνή σε χαμηλό τόνο για να δημιουργήσω την αίσθηση ενός οικείου χώρου, ενώ παράλληλα εισάγει το κοινό στα άδηλα ηχοτοπία και τοπία που ξεδιπλώνονται στο έργο.