Εύα Βασλαματζή: This City is a Wasteland
Φωτογραφία: Αλεξάνδρα Μασμανίδη
Καθώς το ιστορικό κέντρο της Αθήνας αλλάζει ραγδαία μέσα από τις διεργασίες της τουριστικοποίησης και του εξευγενισμού, μια παράλληλη έκφραση της χειρωνακτικής εργασίας επιμένει να αναπτύσσεται σε μικρές βιοτεχνίες και εργαστήρια. Η αντίστασή τους στο πέρασμα του χρόνου –συχνά καρπός της γενεαλογικής συνέχισης της οικογενειακής επιχείρησης–, λειτουργεί ως αντίρροπη δύναμη ενάντια στην αναπτυξιακή ροή, προσφέροντας καταφύγιο στις τελετουργίες και στα απομεινάρια παλαιότερων εμπειριών της πόλης. Το προτεινόμενο επιμελητικό ερευνητικό πρόγραμμα “This City is a Wasteland” αποσκοπεί στην αναγέννηση αυτών των χώρων μέσα από μια ανοιχτή συνομιλία με τις πρακτικές των εικαστικών τεχνών. Το έργο εμπλέκει άμεσα αυτούς τους χώρους, όχι ως αναμεταδότες της Ιστορίας οι οποίοι έχουν παγώσει στον χρόνο, αλλά περισσότερο με γνώμονα την ανάδειξη της τρέχουσας δημιουργικής τους δύναμης, μέσα από συνεργασίες με καλλιτέχνες. Χωρίς να ανάγονται σε μνημεία, τα εργαστήρια γίνονται πιθανοί θύλακες ανταλλαγής γνώσεων, τοποθετώντας τις σύγχρονες καλλιτεχνικές πρακτικές σε μια εθνογραφική διαδικασία χαρτογράφησης μιας εποχής της πόλης που χάνεται, καθώς και σε έναν τρόπο παραγωγής που συνδυάζει τις παραδοσιακές μεθόδους με τις εννοιολογικές διεργασίες. Στόχος της συγκεκριμένης έρευνας είναι να αποκαλύψει τις δυνατότητες συμβίωσης μεταξύ των διαφορετικών γενεών και την κοινή ρίζα της δημιουργικότητας που μοιράζεται η τέχνη και η χειροτεχνία.
Εύα Βασλαματζή
Για την έρευνά μου, ξεκίνησα με περιπάτους στο ιστορικό τρίγωνο της πόλης και παρατήρηση των παλιών μαγαζιών και εργαστηρίων όπου εξασκείται ακόμα κάποια τεχνοτροπία, π.χ. μεταλλουργική, ξυλουργική ή ακόμα και μικροτεχνικές, όπως επιδιορθώσεις όπλων, παπουτσιών και υφασμάτων. Συνειδητοποιώντας ότι υπάρχει όλο και λιγότερη, σχεδόν ελάχιστη τέτοια δραστηριότητα στο κέντρο λόγω της τουριστικοποίησης και της μη ελεγχόμενης ανάπτυξης, εστίασα στους χώρους που βρίσκονται σε μια ενδιάμεση κατάσταση, δηλαδή σε όσους λειτουργούν με τη λογική μουσείου, διατηρώντας και διασώζοντας το εσωτερικό και την ιστορία του μαγαζιού αλλά χωρίς εμπορική δραστηριότητα, καθώς τα προϊόντα τους δεν είναι πια σε ζήτηση. Ένα από αυτά τα μέρη είναι η αποθήκη ραπτικών Αγγελοπούλου που άνοιξε το 1925 στην πλατεία Αγίας Ειρήνης και παραμένει μέχρι σήμερα σε λειτουργία από τις δύο κόρες του ιδρυτή της, οι οποίες συνεχίζουν την οικογενειακή επιχείρηση με το ίδιο αντικείμενο που παρέλαβαν. Παρότι η πελατεία έχει μειωθεί, η αποθήκη ανοίγει κάθε μέρα και αντιστέκεται στην αλλαγή που έχει υποστεί η πλατεία Αγίας Ειρήνης, περιμένοντας να ενεργοποιηθεί ξανά το εμπορικό δυναμικό και μαγαζιά σαν αυτό να αποκτήσουν και πάλι αξία.
Κατέγραψα τις συνομιλίες μας με τη Μαρία Αγγελοπούλου, οι οποίες, μαζί με συνεντεύξεις που είχα πραγματοποιήσει το 2023 με μαγαζάτορες της στοάς Καΐρη και με τους καλλιτέχνες της ομαδικής περφόρμανς “I heard them singing in the mountains” που έλαβε χώρα στην ίδια στοά, αποτελούν βασική ερευνητική πηγή του πρότζεκτ. Μέσα από αυτό το υλικό και άλλες λογοτεχνικές και φιλοσοφικές αναφορές, οδηγήθηκα στη δημιουργία του κειμενικού έργου “This City is a Wasteland”. Εμπνευσμένο από το βιβλίο “Wasteland” του T. S. Eliot, το έργο λειτουργεί σαν ένα ανοιχτό σενάριο που διαδραματίζεται γύρω από έναν απροσδιόριστο, μεταβατικό χώρο. Στο σενάριο, πέντε πρωταγωνιστές –καλλιτέχνης, φιλόσοφος, μαγαζάτορας, ανθοπώλισσα και επενδυτής– φαίνεται να συνομιλούν, ή και να μονολογούν, γύρω από ζητήματα που αφορούν την αλλαγή μιας πόλης, δημιουργώντας έτσι μια ανισόρροπη πολυφωνία. Ο καθένας και η καθεμία, από τη σκοπιά τους, εστιάζουν στο παρελθόν, στο παρόν ή στο μέλλον επενδύοντας τον δημόσιο χώρο με τις δικές τους ανάγκες. Η ιδιοκτήτρια του καταστήματος και ο φιλόσοφος μιλούν κυρίως για την πόλη, την αγορά και την τρέχουσα κατάστασή τους εστιάζοντας στο παρόν, ενώ ο καλλιτέχνης και η πωλήτρια λουλουδιών, νομάδες και οι δύο, σκέφτονται περισσότερο το μέλλον, παρόλο που συνειδητοποιούν πόσο περιορισμένος είναι ο αντίκτυπος του έργου τους στον κόσμο. Ο επενδυτής είναι πάντα βιαστικός, καθώς έχει ήδη τοποθετηθεί στο μέλλον και εμφανίζεται συχνά ανικανοποίητος και με επιπλέον ανάγκες που δεν καλύπτονται ακόμα. Η πόλη που διαφαίνεται μέσα από τα λεγόμενά τους δεν περιορίζεται σε κάποια συγκεκριμένη, καθώς το σενάριο μπορεί να τοποθετηθεί σε οποιονδήποτε τόπο σε μεταβατικό στάδιο.
Για το Open Day, το κείμενο παρουσιάστηκε ως μεγεθυμένο σενάριο στον χώρο, ως σκηνικό και έργο ταυτόχρονα. Το κείμενο καλούσε τον θεατή να πλησιάσει και να το ενεργοποιήσει μέσα από την αναπαραγωγή των κωδικών QR, ώστε να δημιουργηθεί ένα τυχαίο ηχοτοπίο. Παράλληλα, το κείμενο συνοδευόταν από ένα ηχητικό έργο: μια ερμηνεία του περιεχομένου του κειμένου με μη γραμμικό τρόπο. Οι Μαργαρίτα Αθανασίου, Πάκυ Βλασσοπούλου, Charbel Haber, Νεφέλη Μυρωδιά και Gijs Waterschoot ερμήνευσαν τους ρόλους σε μουσική επιμέλεια της εύης νάκου και του Charbel Haber. Το κειμενικό έργο είναι μια πρώτη δημόσια παρουσίαση της έρευνας και παραμένει ένα ανοιχτό μέσο που μπορεί να ενεργοποιηθεί με διαφορετικούς τρόπους στον δημόσιο χώρο, καθώς και να εμπλουτιστεί με νέο υλικό.
Κείμενο
Σύλληψη/Σύνθεση: Εύα Βασλαματζή
Με αποσπάσματα συζητήσεων με τους Αλέξανδρο Δρακόπουλο, Δήμητρα Κονδυλάτου, Βασίλη Νούλα, Κώστα Παπαϊωάννου
Αναφορές στα έργα των Roland Barthes, Svetlana Boym, Anton Chekhov, Bernard-Marie Koltès, T.S. Eliot
Κωδικοί QR: Μαρία Αγγελοπούλου, Εύα Βασλαματζή, Δήμητρα Κονδυλάτου
Γραφιστικός σχεδιασμός: Ogust
Ηχητικό έργο
Σχεδιασμός και επιμέλεια: εύη νάκου
Φωνές: Μαργαρίτα Αθανασίου, Πάκυ Βλασσοπούλου, Charbel Haber, Νεφέλη Μυρωδιά, Gijs Waterschoot