Στέλλα Ιωαννίδου: Ξανασυναρμολογώντας το φαντασιακό
Θραύσματα και μύθοι στην Ελλάδα (και πέρα από αυτήν)
Η δημιουργία της Σύγχρονης Ελλάδας ξεχωρίζει ως αρχέτυπο της σύγχρονης διαδικασίας οικοδόμησης του έθνους. Ταυτόχρονα κράτος και έννοια, η «Ελλάδα» χτίστηκε στα θεμέλια μιας επινοημένης εθνικής ενότητας, τέθηκε στην υπηρεσία του κεφαλαίου και έγινε πιόνι στη διαμάχη των ευρωπαϊκών δυνάμεων για τον γεωπολιτικό έλεγχο της περιοχής.
Η διαμόρφωση μιας ευρωκεντρικής ελληνικής ταυτότητας είναι ένα κοινωνικοπολιτικό εγχείρημα που βρίσκεται σε εξέλιξη και ως σήμερα έχει παραμείνει σε μεγάλο βαθμό ακλόνητο στην κυρίαρχη κουλτούρα· το πρότζεκτ αυτό βασίζεται σε δύο αλληλένδετες αφηγήσεις: στη σύλληψη της Ελλάδας ως μιας ευθείας προέκτασης της Αρχαίας Ελλάδας και ως κοιτίδας του Διαφωτισμού –ενός προπυργίου της δυτικής σκέψης και του δυτικού πολιτισμού.
Καθώς τα εννοιολογικά, επιστημολογικά και κοινωνικοπολιτικά πλαίσια μεταβάλλονται παγκοσμίως, ως χώρα βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή αμφισβήτησης των κυρίαρχων αφηγήσεων που ανταλλάσσουμε σχετικά με την ταυτότητά μας, ενώ αντιμετωπίζουμε τη νεοαποικιακή μας σχέση με τη Δύση και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πώς θα έμοιαζε η ανάγνωση της ιστορίας με ένα εκτενέστερο βλέμμα και η αποδοχή της «Ανατολής» ως ενός εννοιολογικού σχηματισμού στον οποίο είμαστε βαθιά ριζωμένοι –τόσο ιστορικά όσο και πολιτιστικά; Τι είδους ασυνέχειες θα αναγνωρίζαμε στα σημερινά μας πλαίσια διαμόρφωσης της ταυτότητας και του ανήκειν; Αυτό το έργο προσπαθεί να συναρμολογήσει από την αρχή κάποια ολισθήματα και ασυνέχειες του κυρίαρχου φαντασιακού μας σε αφηγήσεις που ανοίγουν νέες διασυνδέσεις και δυνατότητες αλληλεγγύης.
Το πρότζεκτ προσπαθεί επίσης να εξετάσει πώς αυτές οι μυθοπλασίες και οι πολιτικές επιθυμίες έχουν χαρτογραφηθεί και μεταβολιστεί σε σωματοποιημένες περιοχές· πώς περιηγούμαστε σε αυτά τα τοπία και πώς αλληλεπιδρούμε με τα θραύσματα των κόσμων της φαντασίας μας, που άλλοτε μας κόβουν αιχμηρά και άλλοτε μας τυλίγουν διακριτικά.
Noah Hurowitz: Στέλλα, πες μου για το residency σε αδρές γραμμές. Ποια ήταν η δουλειά που έκανες;
Στέλλα Ιωαννίδου: Αφορούσε την αμφισβήτηση της ευρωκεντρικής ταυτότητας της σύγχρονης Ελλάδας και τον εντοπισμό των ολισθήσεων και των ασυνεχειών που υπάρχουν στην καθημερινότητα. Αυτή είναι η γενική θέση που διέπει τη δουλειά μου τα τελευταία χρόνια. Η πρόταση που έκανα για το Onassis AiR κατατέθηκε περίπου ενάμιση χρόνο πριν ξεκινήσω πραγματικά το πρόγραμμα, και στο μεταξύ εξερεύνησα αυτά τα ερωτήματα μέσω ενός άλλου προγράμματος καλλιτεχνικής φιλοξενίας, του “Caravan: Alexandrian Urban Imaginaries”. Ήταν ένα residency που περιλάμβανε διαμονή στην Αλεξάνδρεια, στη Μασσαλία και στην Αθήνα (τη βάση μου). Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, άρχισα να ενδιαφέρομαι για τις μυθοπλασίες της πολιτιστικής κληρονομιάς και της ταυτότητας σε διάφορες μεσογειακές πόλεις. Σε κάποιο βαθμό αμφισβήτησα τη ρομαντική ιδέα ότι η Μεσόγειος μας ενώνει αποκλειστικά και μόνο με βάση τη γεωγραφία, παρακάμπτοντας τις πολιτικές σχέσεις και τις ανισότητες στην περιοχή.
Noah Hurowitz: Πώς ξεπερνάς –ή αντικρούεις– αυτή τη γενικευτική αφήγηση για τη Μεσόγειο στο έργο σου;
Στέλλα Ιωαννίδου: Εμφανίζεται στη δουλειά μου όταν καταπιάνομαι με τις έννοιες της ταυτότητας και της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός τόπου. Ακόμα κι αν επικεντρωθώ μόνο στην Ελλάδα, η ιδέα του μεσογειακού ρομαντισμού είναι αναπόσπαστο μέρος της κυρίαρχης πολιτιστικής μας αφήγησης, αλλά δεν εστιάζω στο να πλαισιώσω το έργο μου γύρω από αυτό ή να το αντικρούσω. Με ενδιαφέρει περισσότερο να αφήσω όλα τα πράγματα να υπάρχουν εξίσου, περιλαμβανομένων των αντιφάσεων στην καθημερινότητα που αμφισβητούν αυτή την αφήγηση. Αυτές οι αντιφάσεις συχνά περνούν στο παρασκήνιο – ζώντας μέσα στην πόλη (και τη χώρα), τις γνωρίζεις και τις βιώνεις με τρόπο οικείο χωρίς να εστιάζεις σε αυτές. Θέλω το έργο μου να τις αναδείξει πιο ξεκάθαρα και να αφήσει όλες τις μυθοπλασίες της πόλης να συνυπάρξουν.
Noah Hurowitz: Η ταινία από το Caravan Residency αναπτύχθηκε περαιτέρω για το Onassis AiR, και υπάρχει μια κίνηση σε αυτή. Υπάρχει μια ροή καθώς διαφορετικές εικόνες έρχονται στο προσκήνιο ή στο κέντρο της εστίασης. Τι ήθελες να πετύχεις με αυτή την αίσθηση της κίνησης;
Στέλλα Ιωαννίδου: Όταν δημιουργείς ένα οποιοδήποτε έργο και εξερευνάς πώς να εκφράσεις κάτι, υπάρχει ένα κομμάτι πρακτικής και ένα κομμάτι πειραματισμού. Σε αυτή την περίπτωση, το αποτέλεσμα δεν είχε αποφασιστεί από την αρχή. Σκεφτόμουν τον καλύτερο τρόπο για να επιτρέψω στις εικόνες να επικοινωνήσουν την πολύπλοκη σχέση με το αστικό περιβάλλον και τα στρώματα της ιστορίας. Μέσα από τον πειραματισμό, έπεσα πάνω σε πλάνα που τράβηξα στη Μασσαλία, από μια ρομαντική στιγμή στην ακτή, και σε δυνατά πλάνα που τράβηξα στην υπό κατασκευή Νέα Αλεξάνδρεια στην Αίγυπτο. Η επικάλυψη των δύο, δείχνοντας τη βραδύτητα των παιδιών που παίζουν και την ταυτόχρονη κίνηση ενός πολύβουου εργοταξίου, μου έδωσε μια γλώσσα και ένα σημείο εκκίνησης. Ήταν ένα πείραμα ή ίσως ένα ατύχημα. Αλλά στη συνέχεια άρχισα να καταλαβαίνω καλύτερα γιατί αυτό δούλευε για μένα. Η κίνηση παρείχε μια αίσθηση του χρόνου και του επείγοντος.
Noah Hurowitz: Μια αίσθηση βιωματική επίσης.
Στέλλα Ιωαννίδου: Ναι, σίγουρα. Και αυτή η βιωματική αίσθηση έγινε καθοριστική για τον τρόπο προβολής του βίντεο στον χώρο. Πειραματίστηκα με αυτό κατά τη διάρκεια του Open Day του Onassis AiR. Από όταν ανέπτυξα αυτό το έργο στο προηγούμενο residency και μετά, είχα χρόνο να καταλάβω πώς θα μπορούσε να επικοινωνηθεί καλύτερα. Φέρνοντας τον ορίζοντα στο ύψος των ματιών και προβάλλοντάς τον με φυσικό τρόπο, αντί απλώς σε μια δισδιάστατη οθόνη, έδωσα τη δυνατότητα στο έργο να βιωθεί πιο οικεία. Για μένα το έργο αφορά αυτή την οικειότητα. Τα ιστορικά στρώματα, τα τοπία και οι πολιτικές επιθυμίες που χαρτογραφούνται σε διαφορετικά πλαίσια, βιώνονται σε σωματικό επίπεδο. Ήταν σημαντικό να το επαναφέρω αυτό στον τρόπο που βιώνεις το έργο με το σώμα σου, στο επίπεδο των ματιών σου, ακολουθώντας την κίνηση.
Noah Hurowitz: Αναφέρεσαι στη διαδικασία σου ως «έρευνα και πόρισμα», και νομίζω ότι αυτό είναι ένα ενδιαφέρον πλαίσιο για να σκεφτεί κανείς τη φωτογραφία και την αποτύπωση αυτών των εικόνων στην ταινία σου. Πες μου πώς αναπτύχθηκε αυτό.
Στέλλα Ιωαννίδου: Δεν προέρχομαι από το πεδίο του κινηματογράφου, οπότε έπρεπε να βρω τη δική μου γλώσσα μέσα σε αυτό. Μερικές φορές χρησιμοποιώ υλικό που αισθάνθηκα την ανάγκη να τραβήξω εκείνη τη στιγμή. Άλλες φορές υπάρχουν εικόνες ή οπτικά στοιχεία που κατασκευάζονται πρώτα στο μυαλό μου, και στη συνέχεια αναζητώ το υλικό για να τα ζωντανέψω. Αυτό συνέβη με μέρη της ταινίας που γύρισα για το Onassis AiR, όπως αυτά από τα λατομεία της Αθήνας. Είχα ήδη ένα προσχέδιο της ταινίας, οπότε ο τρόπος δουλειάς μου αφορούσε το τι χρειάζεται περαιτέρω και τι θα μπορούσε να προστεθεί από την άποψη της αφήγησης. Στο κείμενο που είχα γράψει για την πρώτη ταινία απευθυνόμουν στον θεατή: «φτάνεις στην πόλη, συναντάς τα κομμάτια κ.λπ.». Όσο βρισκόμουν στην Αθήνα αυτούς τους δύο μήνες, ένιωσα βαθιά την παρουσία της πόλης που γνωρίζω καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη. Ένιωσα ότι μου έλειπε η φωνή της πόλης και θέλησα να στραφώ στο πρώτο πρόσωπο, μιλώντας από την οπτική γωνία της Αθήνας. Η αναπαράσταση της πόλης τις περισσότερες φορές περιορίζεται στην Ακρόπολη και τις αρχαιότητες, αλλά λιγότερο συχνά σκεφτόμαστε τα υλικά από τα οποία δημιουργήθηκε. Αυτά τα λατομεία είναι ακατέργαστα, αιώνια και αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της πόλης, τόσο ως πόρος όσο και ως οικονομική μηχανή..
Noah Hurowitz: Πώς βοήθησε ο χρόνος σου στο Onassis AiR να αναπτύξεις την πρακτική σου;
Στέλλα Ιωαννίδου: Μέρος του χρόνου μου αφιερώθηκε στην περαιτέρω ανάπτυξη της ταινίας και της αφήγησης πίσω από αυτήν. Ένα άλλο μέρος αφιερώθηκε στην επιστροφή μου στην Αλεξάνδρεια, όπου συμμετείχα σε ένα συμπόσιο και έδωσα μια ομιλία σχετικά με τα στρώματα της πολιτιστικής κληρονομιάς και του ανήκειν στο έργο μου. Μου παρείχε την ευκαιρία να οξύνω τις ιδέες μου γύρω από αυτά τα θέματα και έθεσε τις βάσεις για μια επιτελεστική διάλεξη που ανέπτυξα λίγους μήνες αργότερα. Η επιστροφή μου στην Αλεξάνδρεια και το Κάιρο μου επέτρεψε επίσης να ηχογραφήσω ηχητικά τοπία που έδωσαν μια νέα διάσταση στην ταινία, μια βιωματική ποιότητα, καθώς και να επανασυνδεθώ με συναδέλφους καλλιτέχνες, επιμελητές και αγαπημένους φίλους με τους οποίους εξακολουθώ να συνεργάζομαι.