Μαργαρίτα Πήτα: εαυτ@, ελεύθερ@, ψευδαισθήσεις, του/της, βούληση / παρακαλώ τοποθετήστε τις λέξεις στη σωστή σειρά
Ένα ερευνητικό πρότζεκτ που εξετάζει την εμβυθιστική επιτελεστική πράξη ως μια αναζήτηση προς τον «προσδοκώμενο φωτισμό». Με έμπνευση από την ουτοπιστική φιλοσοφία του Ernst Bloch (“The Principle of Hope” [Η αρχή της ελπίδας], MIT Press, 1986), τελετουργικά μύησης, πρακτικές ζεν και ψυχεδελικά ταξίδια, αποζητώ να δημιουργήσω ένα βιωματικό παιχνίδι που να απευθύνεται τόσο σε περφόρμερ όσο και σε συμμετέχοντες, όπου μπορούμε να διερευνήσουμε αυτό που συχνά αποκαλείται «υψηλότερες καταστάσεις της ύπαρξης». Τι βρίσκεται πέρα από την «κανονική» εμπειρία της καθημερινότητάς μας; Ποια είναι η φύση αυτής της εγωκεντρικής πραγματικότητας και μπορούμε άραγε να υπάρξουμε χωρίς αυτήν; Μπορούν να υπάρξουν άλλοι χώροι αντίληψης και πώς μπορούμε να επιτύχουμε μια πιο άμεση και πρωτόγονη επαφή με τον κόσμο; Η πρακτική αυτή είναι μια πρόσκληση προς όλους εμάς, τους αδρανείς, ανήσυχους, υπνοβατούντες ανθρώπους της εποχής μας, να βγούμε έξω και να παίξουμε. Να εξερευνήσουμε τα σώματά μας ως έναν χώρο αισθήσεων και τα μυαλά μας ως τοπία ελευθερίας. Να απολαύσουμε τον χρόνο και τον χώρο και, ίσως ακόμα, να βρούμε έναν τρόπο «να έρθουμε στα συγκαλά μας» και να ελπίσουμε· εκείνο το σπάνιο απόκτημα που, εφόσον συλλεχθεί και διαμοιραστεί, θεωρητικά λειτουργεί σαν θρυαλλίδα στις πρακτικές και τις ιδεολογίες του κατεστημένου.
Αφορμή αυτής της έρευνας στάθηκε η συνάντησή μου μ’ ένα συγκεκριμένο κείμενο, σε μια μεταβατική και μάλλον απεγνωσμένη συγκυρία – τόσο για εμένα προσωπικά όσο και για τον κόσμο όπως τον ξέραμε: στις αρχές του δεύτερου lockdown στην Ελλάδα. Το κείμενο ήταν ένα δοκίμιο του Γερμανού σοσιαλιστή φιλοσόφου Ernst Bloch, με θέμα τη ριζοσπαστική ελπίδα. Εκείνη την εποχή τα λόγια του μου φάνηκαν ως ένα επίκαιρο μήνυμα που έστελνε η ίδια η Ιστορία:
«Η δόλια ελπίδα είναι ένας από τους παράγοντες που φέρνουν τα μεγαλύτερα δεινά ή ακόμα και την αποχαύνωση στο ανθρώπινο γένος, ενώ η ελπίδα που διακρίνεται από συμπαγή γνησιότητα είναι ο πιο αφοσιωμένος ευεργέτης της. Ακόμη και μια καλά στοιχειοθετημένη ελπίδα μπορεί να διαψευστεί, ειδάλλως δεν θα ήταν ελπίδα. Στην πραγματικότητα, η ελπίδα δεν εγγυάται ποτέ τίποτα. Είναι επιδεικτικά τολμηρή και αποκαλύπτει ανοιχτά τις δυνατότητες που εν μέρει εξαρτώνται από την ευκαιρία τους να εκπληρωθούν. Λόγω της απογοήτευσης και της ματαίωσης, μπορεί να μάθει να αξιολογεί την τάση των διαδικασιών για τις οποίες ενδεχομένως να είχε κάνει λάθος εκτίμηση. Η ελπίδα μπορεί να μαθαίνει και να γίνεται πιο έξυπνη μέσα από επιβλαβείς εμπειρίες, αλλά δεν μπορεί ποτέ να αποκλίνει από την πορεία της. Η ουσία του στόχου της είναι ο “πραγματικός ουμανισμός”, και όταν αυτός ο στόχος δεν είναι εκεί, δεν μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτόν βάσει της δικής μας εμπειρίας ή να διατυπώσουμε τον πλήρη ορισμό του. Ωστόσο μπορούμε να ορίσουμε μια κατεύθυνση προς τον πραγματικό ουμανισμό. Υποδεικνύεται με ακρίβεια στο παλαιότερο συνειδητό όνειρο της ανθρωπότητας: πρόκειται για μια νέα κοινωνία στην οποία άντρες και γυναίκες ζουν, εργάζονται και πάνω απ' όλα απολαμβάνουν έναν κόσμο που έχει γίνει Κάτι Για Εμάς, έναν κόσμο στον οποίο ο άνθρωπος περπατά όρθιος».
Ο Bloch προσεγγίζει την ελπίδα ως μια πρακτική και δεξιότητα που μπορουμε να εντοπίσουμε και να ακολουθήσουμε στις διάφορες εκδηλώσεις της ζωής, και σε αυτή την περίπτωση έχει τη δύναμη να μας φέρει πιο κοντά σε αυτό που δεν μας «είναι ακόμα συνειδητό»: σε μια ουμανιστική ουτοπία η οποία μπορεί να γίνει απτό οικοδόμημα όταν τη φανταστούμε και την επιδιώξουμε. Μπορούμε να βρούμε κάποια θραύσματα από τα ίχνη αυτής της επιθυμίας στην τέχνη, στη θρησκεία και σε μέρη μάλλον ανεξερεύνητα – όπως σε ανάγκες, επιθυμίες, όνειρα ή ονειροπολήσεις.
Συνεπαρεμένη από την έννοια του «όχι ακόμα συνειδητού» ως οριακού χώρου, άρχισα να πειραματίζομαι με την καθοδηγούμενη ονειροπόληση, αντλώντας από τα όνειρά μου και τα όνειρα των μελών του κοινού –και ιδιαίτερα από αυτά που κάνουμε κατά τη διάρκεια της ημέρας– για τη δημιουργία μιας παραστατικής εμπειρίας που απευθύνεται σε ένα πρόσωπο τη φορά. Ήμουν περίεργη να καταλάβω ποια είναι η εμπειρία της ελπίδας σε προσωπικό επίπεδο, όπως και αν και με ποιο τρόπο συνδέεται με το συλλογικό. Η πρώτη φορά που μοιράστηκα αυτό το πείραμα ήταν κατά τη διάρκεια του πρώτου Open Day του Onassis AiR, όπου προσκάλεσα ένα προς ένα τα μέλη του κοινού σ’ έναν προστατευμένο, οικείο χώρο, ώστε να συμμετάσχουν σε μια εμπειρία ονειροπόλησης και να απαντήσουν σε μερικές ερωτήσεις σχετικά με την ελπίδα – την ελπίδα ως εμπειρία, φως, υφή και πρακτική. Το πιο πολύτιμο και ριζικά αναπάντητο ερώτημα που προέκυψε από αυτή την αλληλουχία παραστατικών εμπειριών ήταν το εξής: «ΣΕ ΤΙ ελπίζετε;».
Ο Mark Fischer είχε πει ότι είναι πιο εύκολο να φανταστεί κανείς το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού. Πολλούς αιώνες νωρίτερα, ο Ηράκλειτος συλλογιζόταν πως όποιος δεν ελπίζει στο ανέλπιστο δεν θα το συναντήσει ποτέ.
Τον καιρό της παγκόσμιας πανδημίας πολλοί διέκριναν μια ευκαιρία για το παράδειγμα του ύστερου καπιταλισμού να στραφεί προς μια πιο «ανθρωπιστική» κοινωνία, μια κοινωνία που τοποθετεί το περιβάλλον, τα κοινωνικά δικαιώματα και τη διασύνδεση των ειδών στην κορυφή της ατζέντας για την «επόμενη ημέρα». Εν μέσω των πολυάριθμων θανάτων, της οικονομικής κατάρρευσης, της απώλειας εμπιστοσύνης στις εθνικές κυβερνήσεις και μιας γενικευμένης αίσθησης θυμού και απελπισίας, πολλοί διείδαν τη δυνατότητα για μια παγκόσμια αλλαγή – άλλοι προς το καλύτερο, άλλοι προς το χειρότερο. Ενώ κάποιοι διέκριναν τη δυνατότητα για την οικοδόμηση δικτύων γνώσης και αλληλεγγύης ή για τη διεκδίκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων σε παγκόσμια κλίμακα, άλλοι βρήκαν την ευκαιρία να εδραιώσουν κερδοφόρα μονοπώλια και την πολιτική καταστολή στο όνομα της ασφάλειας. Η πρωτόγνωρη συλλογική εμπειρία και η παύση της ζωής όπως την ξέραμε άφησαν χώρο για την ανάπτυξη ενός προβληματισμού σχετικά με τις μελλοντικές προοπτικές.
Το εργαστήριο των δυνατοτήτων
Καθώς επέστρεψα στo ερώτημα «ΣΕ ΤΙ ελπίζετε» με αφορμή τη δεύτερη Open Day του Onassis AiR, το ενδιαφέρον μου στράφηκε αυτή τη φορά στον πειραματισμό πάνω στη δημιουργία ενός χώρου όπου ένα (ή περισσότερα) από τα άτομα που θα συμμετείχαν θα είχαν την ελευθερία να διερευνήσουν τις εικόνες της επιθυμίας τους μέσα από ένα εργαστήριο δυνατοτήτων. Για να γίνει αυτό, χρειάστηκε να επιστρατεύσω όχι μόνο τη φαντασία των μελών του κοινού που θα συμμετείχαν, αλλά και τις προθέσεις τους – τόσο σε γνωστικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο παρουσίας. Διαπίστωσα ότι η δημιουργία ενός σκηνικού «παιχνιδιού» θα μπορούσε να έχει έναν ρόλο-κλειδί για να «δώσει την άδεια» στους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες να εισέλθουν στο χώρο με μια ανάλαφρη, παιγνιώδη, ανοιχτή προδιάθεση. Αντλώντας ένα μεγάλο μέρος της έμπνευσής μου από μορφές παιχνιδιών ρόλων τύπου RPG, δημιούργησα μια βασική δομή για ένα παιχνίδι που θα διερευνούσε την ελπίδα μέσα από την ονειροπόληση, από μια εξόρμηση στον κόσμο του «όχι ακόμα συνειδητού». Οι αναφορές μου έχουν να κάνουν τόσο με τον κόσμο του gaming (και ιδιαίτερα με το παιχνίδι με το στυλό και το χαρτί στο παιχνίδι «Changeling») όσο και με τον κόσμο της ψυχεδελικής εμπειρίας – ένα πεδίο που βρήκα ιδιαίτερα γόνιμο για την ενασχόλησή μου με τον κόσμο των δυνατοτήτων.
Στόχος μου ήταν να εντρυφήσω στην έρευνα των ψυχεδελικών εμπειριών μέσα από μια μεθοδολογία που θα μπορούσε να μου παράσχει εργαλεία για τη δουλειά μου, γι’ αυτό και επικοινώνησα με το Κέντρο Ψυχεδελικής Έρευνας [Center for Psychedelic Research] στο Imperial College του Λονδίνου. Ήθελα να κατανοήσω ποια στοιχεία συνιστούν την ψυχεδελική εμπειρία –πέρα από τη χρήση των ψυχοτρόπων ουσιών– και αν αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε μια εμπειρία σαν κι αυτή που ήθελα να σχεδιάσω, δηλαδή μια εμπειρία διερεύνησης της ελπίδας. Ο Leor Roseman, υποψήφιος διδάκτορας που εκπονεί την έρευνά του στο Κέντρο, ήταν κάτι παραπάνω από γενναιόδωρος μαζί μου, καθώς μου έδωσε πλούσιες πληροφορίες σχετικά με τη σημασία του σχεδιασμού της ίδιας της εμπειρίας· μάλιστα, υπογράμμισε τη σημασία του προπαρασκευαστικού σταδίου που προηγείται της εμπειρίας, αλλά και του σταδίου ενσωμάτωσης που ακολουθεί. Στον κόσμο της ψυχεδελικής έρευνας, όπως και στις τελετουργίες ή ακόμη περισσότερο στο θέατρο, τονίζεται η σημασία της σκηνής και του σκηνικού (για να κάνω μια αναφορά στο βιβλίο του Ido Hartogsohn «American Trip: Set, Setting, and the Psychedelic Experience in the Twentieth Century» ). Η σκηνή αναφέρεται στην πρόθεση ή στη νοοτροπία του ατόμου που εισέρχεται στην εμπειρία –με άλλα λόγια, αναφέρεται αδαμφισβήτητα στο πιο σημαντικό φίλτρο για ό,τι ακολουθεί–, η οποία μπορεί με καθοδήγηση να μπει σε μια συγκεκριμένη ρότα κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού σταδίου. Το σκηνικό αναφέρεται στο περιβάλλον όπου λαμβάνει χώρα η εμπειρία, στη συνοδεία του ατόμου που εισέρχεται σε αυτή, καθώς και στο κλείσιμό της, το στάδιο της ενσωμάτωσης. Αυτή η μορφή εξετάζεται μεθοδικά στις μέρες μας ως μέρος της ψυχεδελικής έρευνας σε ολόκληρο τον κόσμο (οι βασικές πηγές μου προέρχονται από το Κέντρο Ψυχεδελικής Έρευνας στο Imperial College του Λονδίνου και από το ίδρυμα MIND Foundation στο Βερολίνο), αλλά έχουν επίσης βρει εφαρμογή εδώ και χρόνια σε διαφορετικές παραλλαγές και με διαφορετική έκταση σε σαμανιστικές τελετές, σε δομές retreat ή ακόμα και πνευματικές πρακτικές όπως ο διαλογισμός ή το ζεν. Ένα πλήθος πληροφοριών και τελετουργικών πρακτικών από όλο τον κόσμο αναδείχθηκε μέσα από την ενδελεχή έρευνά μου στις εθνογραφικές ταινίες του Vincent Moon: εκεί ο δημιουργός του ακολούθησε μια κατεύθυνση παρόμοια με την επιστημονική προσέγγιση σχετικά με τα στάδια της εμπειρίας (την προετοιμασία, την εμπειρία και την ενσωμάτωση) καθώς και με τη σημασία των ακουστικών ερεθισμάτων για τέτοιες εμπειρίες «αποκάλυψης», ανεξάρτητα από τη χρήση ή μη των ψυχοτρόπων ουσιών.
Τα στοιχεία που ανακάλυψα στην πορεία της έρευνας με παρότρυναν να πειραματιστώ με το ακουστικό-χωρικό στοιχείο στον σχεδιασμό της δικής μου εμπειρίας παιχνιδιού, χρησιμοποιώντας τη φωνή μου, κάποιους στοιχειώδεις ήχους και μια ημι-προσωπική σύνδεση με κάθε άτομο που συμμετέχει, μέσα από τη συγχρονισμένη ακουστική καθοδήγηση που υπαγορεύεται απευθείας στο αυτί. Διαπίστωσα ότι η ακουστική καθοδήγηση κατά τη διάρκεια της ονειροπόλησης, σε συνδυασμό με περιβάλλον, μπορούν να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την εμπειρία των όσων συμμετέχουν.
Η πιο πρόσφατη πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία της παραστατικής εμπειρίας ενός παιχνιδιού με τίτλο Dreams of a Better Life [Όνειρα για μια καλύτερη ζωή] ήταν η συνάντησή μου με τον δραματουργό και μέντορα του Onassis AiR Igor Dobričić, ο οποίος διατυπώνοντας επίπονες ερωτήσεις σε θέματα δραματουργίας με βοήθησε να επαναπροσδιορίσω την οπτική μου ως δημιουργού αυτής της εμπειρίας και του ρόλου μου σε αυτή. Αυτή η επαφή δημιούργησε ένα πολύ χρήσιμο πρίσμα, μέσα από το οποίο διαμορφώθηκε ένα μεγάλο μέρος της τρέχουσας φάσης της δουλειάς μου, όπως και οι επιλογές μου πάνω στο ηχητικό περιεχόμενο και τα στάδια της εμπειρίας. Διαβάζοντας με το οξυδερκές βλέμμα του τα στοιχεία του χωρικού σχεδιασμού της εμπειρίας, ο Ίγκορ με βοήθησε να αναπτύξω μια βαθύτερη κατανόηση της δραματουργίας του ίδιου του χώρου ως επιδραστικού σκηνικού για τη διερεύνηση της ελπίδας.
Για να επιστρέψω στην προφητεία του Bloch, μέσα από τη διερεύνηση της ελπίδας μπορούμε να αποτάξουμε την ειδωλολατρία του θανάτου και την αδικία που μολύνουν τον κόσμο μας, και κατ’ αυτόν τον τρόπο να προσανατολιστούμε στην πραγματική λανθάνουσα ουτοπία και δυνατότητα που ενυπάρχουν μέσα μας. Ενδέχεται να αναγνωρίσουμε τον ρόλο μας στην ανατροφοδότηση αυτής της ελπίδας, αναλαμβάνοντας άμεση δράση ενάντια στις άδικες δομές της εξουσίας.
Επομένως, ο γνώμονας της έρευνάς μου έχει πλέον λάβει νέες κατευθύνσεις: Πού και πώς μπορούμε να διερευνήσουμε την ελπίδα και τα όνειρά μας για μια καλύτερη ζωή;