Sylvain Lepoivre: Drom
Στη γλώσσα των Ρομά, της κοινότητας των ταξιδευτών, η λέξη για τον «δρόμο» είναι «Drom». Αυτή η λέξη είναι επίσης μια μεταφορά για το σύνολο της κουλτούρας τους. Μιας κουλτούρας που βασίζεται στην κίνηση, στο άπιαστο, στη μετάβαση και στην πρόνοια. Μιας κουλτούρας στην οποία η μουσική, το τραγούδι, ο χορός και το μυστήριο δεν αποτελούν απλώς στοιχεία του φολκλόρ: πρόκειται για έναν τρόπο ζωής, έναν τρόπο ύπαρξης.
Δεν ήξερα τι σημαίνει “Drom”, κι όμως αυτό ήταν πάντα μέσα μου – κυρίως μέσα από τις ιστορίες του πατέρα μου. Ιστορίες για το πώς ένας μακρινός μου θείος έγινε αρκουδιάρης και ταξίδευε από χωριό σε χωριό· για το πώς γεννήθηκε η μποέμισσα προγιαγιά μου μέσα σ’ ένα «αυτοκίνητο» (αυτό δηλαδή αναγράφεται στο γαλλικό πιστοποιητικό γέννησής της, αν και μάλλον ήταν τροχόσπιτο) και για το πώς διάβαζε το χέρι· για το πώς κληρονόμησε ο ίδιος ο πατέρας μου το χάρισμα της ενόρασης, πώς κατάφερνε να προβλέψει τόσο τη γέννηση, βάζοντας τα χέρια του στην κοιλιά μιας εγκύου, όσο και τον θάνατο· και για το πώς κατάλαβε κοιτώντας με ότι αυτό το χάρισμα το είχε περάσει και σε ένα από τα παιδιά του.
Η κακοτυχία της οικογένειάς μου είναι ότι άφησε τον “Drom” πριν από δύο γενιές. Αφήνοντας τον δρόμο, η οικογένειά μου έχασε κάτι μεγαλύτερο από την ταυτότητά της: έχασε το ζωτικό της φίλτρο. Λες και όλη αυτή η κουλτούρα δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς το καύσιμο του ταξιδιού. Ο πατέρας μου έγινε βίαιος, αλκοολικός, απροσάρμοστος. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούσε πια να ζήσει τον δρόμο ήταν μιλώντας μου γι’ αυτόν. Και κάπως έτσι κληρονόμησα την απουσία του “Drom”.
Γιατί να νιώθω την απουσία ενός πράγματος που δεν έχω γνωρίσει ποτέ; Ποια είναι αυτή η κουλτούρα του “Drom”, αυτή η ενέργεια, αυτό το φίλτρο που έχασαν οι πρόγονοί μου, και ιδιαίτερα ο πατέρας μου, όταν άφησαν τον δρόμο; Εξακολουθεί άραγε να ζει ο “Drom” κάπου μέσα μου; Αν ναι, θα μπορούσα να τον ανακαλύψω ξανά και να τον μοιραστώ με το κοινό επί σκηνής;
Οραματίζομαι έναν καταυλισμό: μια κεντρική εστία, ένα τροχόσπιτο, καθημερινά αντικείμενα. Οραματίζομαι τον “Jenische”, τον διασκεδαστή, τον καλλιτέχνη του πανηγύριου, ο οποίος μαζεύει πλήθος κόσμου γύρω από τη σκηνή του, με τη βοήθεια ενός μεγάλου μυστηρίου, της αποπλάνησης, της αφήγησης και της υπερβολής.
Επί σκηνής θέλω να φτιάξω ένα σκηνικό όπου θα μπορέσει να ξαναβγεί στην επιφάνεια η ενέργεια του “Drom”. Θέλω να επαναφέρω στη ζωή την προγιαγιά μου, η οποία χρησιμοποίησε την αποπλάνηση και το μυστήριο για να επιβιώσει. Θέλω να συστήσω στο κοινό τον μακρινό μου θείο, τον αρκουδιάρη, και θέλω να δω την αρκούδα. Θέλω να επανασυνδεθώ με τον πατέρα μου, να κάνω το κοινό να νιώσει τον πόνο του για την απουσία. Και θέλω να βρω έναν νέο τρόπο να ζει κανείς τον “Drom” στον 21ο αιώνα.