Κάκια Κωνσταντινάκη: Εγκέφαλοι σε κατάσταση αναστολής
Το έργο είναι μια ταινία μικρού μήκους CGI που παρουσιάζεται ζωντανά και χρησιμοποιεί μη γραμμικές αφηγήσεις και στοιχεία τρόμου για να εξερευνήσει την ανθρώπινη νοημοσύνη και τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί εργαλεία επιβολής και κυριαρχίας προκειμένου να υπάρχει.
Σε έναν κόσμο χωρίς ανθρώπους, οι εγκέφαλοι ξυπνούν από τον κρυογονικό ύπνο και αναζητούν νέα σώματα. Ελλείψει ανθρώπινων σωμάτων, αρχίζουν να καταλαμβάνουν άψυχα αντικείμενα. Αφού κυριαρχήσουν στα πάντα, παρατηρούν ότι η εμμονή τους με τον έλεγχο τους οδήγησε στη δημιουργία τερατωδών οντοτήτων. Σε μια στιγμή ειρωνείας, οι εγκέφαλοι συνειδητοποιούν ότι, για να αμυνθούν ενάντια στα τέρατα, πρέπει στην πραγματικότητα να καταστρέψουν τον εαυτό τους. Η δική τους νοημοσύνη είναι το τέρας και πρέπει να εξοντωθεί.
Τι θα σήμαινε αν χρησιμοποιούσαμε τη νοημοσύνη μας με διαφορετικό τρόπο και «δεν αντιμετωπίζαμε τα πάντα γύρω μας ως ένα σκηνικό αξεσουάρ στο δικό μας δράμα», όπως σημειώνει ο James Bridle;
Η ιστορία του έργου αποτελεί ένα σχόλιο για την κυριαρχία της ανθρώπινης νοημοσύνης, της λογικής και της πατριαρχίας. Η μεταφορά του εγκεφάλου, με την αδυσώπητη επιθυμία του να κυριαρχήσει, αντανακλά την προθυμία της ανθρωπότητας να καταστρέψει ακόμη και τον εαυτό της προκειμένου να υπάρξει. Το έργο, αν και δεν είναι μια τυπική ταινία τρόμου, αντλεί από το είδος την εξερεύνηση της οριακότητας και του ανάμεσα. «Οι συγγραφείς κοσμικών ιστοριών τρόμου ενδιαφέρονται λιγότερο να σε σοκάρουν και περισσότερο για τα όρια μεταξύ του φυσικού και του υπερφυσικού» – Eugene Thacker.
Η ταινία επιδιώκει να εξετάσει το κατώφλι, το υβρίδιο, την κατάσταση που δεν επιτυγχάνεται, την ατέρμονη προσπάθεια να φτάσει κανείς στο επιθυμητό αντικείμενο, η οποία οδηγεί πάντα σε μια άλλη οριακότητα που δεν ικανοποιείται ποτέ. Ένα τέρας που ο άνθρωπος δεν φαίνεται ποτέ πρόθυμος να αποδεχτεί. «Το τέρας αντιπροσωπεύει πάντα την καταστροφή των ορίων και γι’ αυτό χρειαζόμαστε τέρατα και πρέπει να αναγνωρίζουμε και να γιορτάζουμε τα τερατουργήματά μας» – Jack Halberstam.
Η υπόθεση εξελίσσεται μέσα από αποσπασματικές, μη γραμμικές φόρμες που αναπαράγουν θηλυκές αφηγηματικές δομές και αμφισβητούν τις παραδοσιακές, αποκορυφωτικές, γραμμικές. Το έργο θα εξερευνήσει μεθόδους παρουσίασης μιας ταινίας, ως ένα πείραμα πάνω στην κινηματογραφική δημιουργία και την εμπειρία της θέασης. Θα παρουσιαστεί ως μια πολυκάναλη εγκατάσταση προβολών που λειτουργεί ως μια ζωντανή εμπειρία, ως μια ταινία που έχει τουλάχιστον ένα ζωντανό στοιχείο, είτε πρόκειται για τη μουσική, είτε για το voiceover, είτε για μια επιλογή σκηνών.