Η συγγραφέας και δημοσιογράφος Jessica Bumpus εξετάζει την κινητική συμπεριφορά των ανθρώπων από την οπτική της μόδας.

Σκεφτείτε το κάπως έτσι: το ιόν είναι για την επιστήμη ό,τι η γκαρνταρόμπα για τη μόδα. Φορέας δυνητικής μεταμόρφωσης.

Σκεφτείτε το κάπως έτσι: το ιόν είναι για την επιστήμη ό,τι η γκαρνταρόμπα για τη μόδα. Φορέας δυνητικής μεταμόρφωσης. Από ρεαλιστική σκοπιά, η μόδα και η επιστήμη είναι συνυφασμένες από παλιά. Τα υλικά χαρακτηριστικά των ρούχων εξαρτώνται από την τεχνολογία των ινών για τη δημιουργία υφασμάτων. Αλλά η άρρηκτη σύνδεση είναι ευρύτερη. Και συνεχίζοντας τους παραλληλισμούς, δεν θα μπορούσε να υπάρξει καταλληλότερη ενσάρκωση για τη συμπεριφορά της μόδας από το ιόν.

Μιλώντας με τεχνικούς όρους, το ιόν είναι ένα ηλεκτρικά φορτισμένο άτομο ή μόριο με ίσο αριθμό θετικών και αρνητικών πρωτονίων και ηλεκτρονίων. Όταν λοιπόν αυτά πάψουν να βρίσκονται σε ισορροπία, τα επίπεδα ενέργειας του ιόντος αλλάζουν και έτσι προκύπτει η ικανότητα μεταβολής ενός πράγματος από μία μορφή σε άλλη. Το ιόν αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του, με τα άλλα άτομα και μόρια γύρω του, με όσα έχουν παρόμοιο φορτίο ή και όχι, ανάλογα με τα δικά του χαρακτηριστικά (σας θυμίζει κάτι;). Όταν μεταβάλλεται η ισορροπία, τότε κάτι συμβαίνει.

Αυτή είναι, με λίγα λόγια, η μόδα αν την δούμε σαν χημική αντίδραση. «Η μόδα είναι ο χώρος όπου οι άνθρωποι επιδίδονται σε μια διαπραγμάτευση ανάμεσα στην ατομική και την ομαδική ταυτότητα» κατά τον Jay McCauley Bowstead, αναπληρωτή καθηγητή πολιτισμικών και ιστορικών σπουδών στο London College of Fashion. «Το βλέπετε αυτό στις νεανικές κουλτούρες και υποκουλτούρες, όπου τα άτομα ορίζουν τον εαυτό τους, τις αξίες και τα ενδιαφέροντά τους».

Από ρεαλιστική σκοπιά, η μόδα και η επιστήμη είναι συνυφασμένες από παλιά.

Μέσα από μια οπτική μεταφορά, αυτό ακριβώς κάνει και ο Χρήστος Παπαδόπουλος με το Ιόν: Οι χορευτές αλληλεπιδρούν, έλκονται και απωθούνται με τον ίδιο τρόπο που τα στυλ, οι μόδες και οι τάσεις μας φέρνουν κοντά ή μας απομακρύνουν. Στην πορεία αναζήτησης και καθορισμού της ταυτότητάς μας, βιώνουμε τη δική μας διαδικασία ιονισμού. «Αυτό που φοράς, είναι ένας ραπτικός κώδικας που κάποιος τον κατανοεί» μας λέει η Tory Turk, ανεξάρτητη επιμελήτρια εκθέσεων, με ειδίκευση σε θέματα στυλ και ποπ κουλτούρας, καθώς επίσης επικεφαλής αρχειονόμος του Hyman Archive, της μεγαλύτερης συλλογής περιοδικών στον κόσμο. «Είναι ένας τρόπος ανάγνωσης των ανθρώπων, καταλαβαίνεις αμέσως πού κινούνται – τι μουσική ακούνε, από πού ψωνίζουν». Επί της ουσίας, δηλαδή, όπως κάνουν τα πρωτόνια και τα ηλεκτρόνια που στέλνουν μηνύματα. Και αυτό είναι κάτι που κάνουμε από παλιά, τουλάχιστον από τον 18ο αιώνα. Ας θυμηθούμε τους Δανδήδες (Dandies) στο Λονδίνο και τους Απίστευτους (Incroyables) στο Παρίσι, αυτές τις αριστοκρατικές υποκουλτούρες που προσδιορίζονταν από την έλξη των μελών τους προς την παρακμή και την επιδεικτικότητα. «Σηματοδοτούσαν μια ρήξη με την ισχύουσα κουλτούρα» εξηγεί ο McCauley Bowstead. Αργότερα είχαμε τους Bright Young Things – τους Λαμπρούς Νέους των δεκαετιών του 1920 και του 1930. Πέρα από τον μποέμ χαρακτήρα, το κοινό στοιχείο όλων αυτών ήταν η οικονομική άνεση, που τους επέτρεπε να συμπεριφέρονται και να ζουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο – έναν τρόπο που σαφώς περιόριζε το πλήθος τους σε χαμηλά επίπεδα και, συνεπώς, τους ξεχώριζε από τη μάζα.

Συγχρόνως, ενώ ο πλούτος στη χρηματική του έκφανση δεν είναι κατ’ ανάγκην προαπαιτούμενο για να ανήκει κάποιος σε κάποια ομάδα μόδας (αν και θα μπορούσε κανείς να προτείνει και την κατηγορία «με τα λεφτά δεν αγοράζεις το καλό γούστο»), ο «πλούτος» με την ευρύτερη έννοια διατηρεί κεντρική θέση. Δηλαδή, για να ενταχθείς σε κάποια ομάδα, φυλή ή συλλογικότητα, είσαι κατά κάποιον τρόπο εμπλουτισμένος, είτε πολιτισμικά, είτε κοινωνικά, πολιτικά ή σεξουαλικά. Ή, αλλιώς, έχεις τον απαραίτητο πλούτο γνώσεων –και πάλι είτε σε πολιτισμικό, είτε σε κοινωνικό, πολιτικό ή σεξουαλικό επίπεδο– για να αποτελέσεις μέλος αυτού του συνόλου. Υπάρχει ένα επίπεδο ιδεαλισμού, ηδονισμού και φιλοδοξίας για κάτι πέρα από το καθημερινό, πέρα από το αναγκαίο. Και αυτό ήταν πάντοτε η μόδα.

«Τα αθλητικά παπούτσια ήταν το πρώτο αντικείμενο ένδυσης που θυμάμαι πραγματικά να θέλω και όχι μόνο να φοράω» θυμάται ο Andy, που δουλεύει στη διαφήμιση. «Τα Nike ήταν πάντοτε η πρώτη επιλογή. Θα έπαιρνες είτε τα Air Huarache, είτε τα Air Max. Ήταν υπέροχα, δεν έμοιαζαν με τίποτε άλλο – τα Air Max είχαν και αυτές τις φυσαλίδες αέρα στις σόλες, που τις έβλεπες! Μπαίνοντας στην εφηβεία, η λίστα μου θα άλλαζε, καθώς επέλεγα παπούτσια που συμβόλιζαν ένα πιο εναλλακτικό στυλ». Για περπάτημα, τα σταράκια της Converse. «Θυμάμαι πόσο τα ήθελα τα συγκεκριμένα παπούτσια, γιατί αυτά φορούσαν όλα τα grunge και indie συγκροτήματα που μου άρεσαν. Όταν σου αρέσει μια μουσική, σου αρέσουν και τα ανάλογα παπούτσια, και ύστερα όλα τα άλλα». Ακριβώς. Το θέμα είναι η ταύτιση και η ανάγκη ένταξης – σε κάτι κουλ, που ήταν πάντα το κύριο μέλημα της μόδας. Πάντα.

Το θέμα είναι η ταύτιση και η ανάγκη ένταξης

Και της μουσικής, έως έναν βαθμό. Η Turk σημειώνει: «Το στυλ είναι συστατικό της ταυτότητας και η μουσική είναι προτεραιότητα στις υποκουλτούρες». Αυτό που έχει ενδιαφέρον στη μουσική ως εργαλείο διαμόρφωσης της εμφάνισης είναι ότι πρόκειται για κάτι που είναι συγχρόνως απελευθερωτικό –όπως στο παραπάνω περιστατικό και σε αναρίθμητες άλλες σκηνές από το παρελθόν που έχουν αναφορά στη μουσική, από το Πανκ έως τους Νεορομαντικούς και πολλές άλλες– και, δυνητικά, δεσμευτικό.

«Η έννοια της αυθεντικότητας είναι προβληματική. Σκεφτείτε τους χώρους όπου αναδύονται [οι υποκουλτούρες], που συνήθως είναι εμπορευματικοί χώροι. Οι άνθρωποι χτίζουν την ταυτότητά τους αγοράζοντας μουσική, πηγαίνοντας σε κλαμπ ή σε δισκάδικα. Υπάρχουν αντίρροπες δυνάμεις, γιατί οι υποκουλτούρες εξαρτώνται πάντα από αντίστοιχες εμπορευματικές κουλτούρες» σημειώνει ο McCauley Bowstead. Και με αυτή την παρατήρηση, θίγει αυτό που επισημαίνει ο Christopher Breward στο βιβλίο του, Fashion: «Υπάρχει, βέβαια, αυτό το αναπόφευκτο σε ό,τι αφορά την ικανότητα της βιομηχανίας της μόδας να ενσωματώνει τους επικριτές της και να λανσάρει την εξέγερσή τους στο επόμενο καταναλωτικό προϊόν» (2003, σελ. 166).

Είναι ζήτημα πλαισίου. Δείτε τα σημερινά «θύματα» της μόδας που καμαρώνουν σαν παγόνια έξω από κάθε διεθνή επίδειξη. Φορούν ό,τι πιο κραυγαλέο υπάρχει από την επιτομή του πνεύματος της εποχής ή από όποιο άλλο υποείδος της μόδας. Συνήθως, ο στόχος τους είναι να τραβήξουν την προσοχή, να γίνουν γνωστοί. Αν το έκαναν αυτό σε οποιαδήποτε άλλη μέρα του χρόνου, θα τραβούσαν ασφαλώς την προσοχή, θα ξεχώριζαν μέσα στο πλήθος. Αλλά όταν το κάνουν αυτό την εβδομάδα των επιδείξεων, δείχνουν όλοι ίδιοι. Και τελικά είναι αυτός ή αυτή που θα σκάσει στον δρόμο μια άλλη, άσχετη μέρα του χρόνου, που το στυλ του/της θα προκαλέσει στην πραγματικότητα πάταγο.

Αλλά ακόμα και τα θύματα της μόδας βλέπουν το στυλ τους να κοπιάρεται πλέον, εφόσον οποιοσδήποτε μπορεί να μπει σε ένα e-tail site και να «ψωνίσει το look τους». Αυτό που κάποτε θεωρείτο ή φαινόταν ως η απαρχή μιας υποκουλτούρας τώρα είναι εμπορευματοποιημένο, πρόσφορο σε όλους, χάρη σε μια copy-paste μίμηση ή φόρμουλα, κάτι που έχει συμβεί βέβαια και στο παρελθόν. «Οι πάνκηδες προσχώρησαν ανεπιστρεπτί στον κύκλο της εμπορευματοποίησης, τον οποίο στα πρώτα τους βήματα είχαν θέσει ως στόχο να υπονομεύσουν» γράφει ο Breward (2003, σελ. 225).

Και πιο πρόσφατα, το είδαμε να συμβαίνει αυτό με το skatewear και το streetwear. Οι σχεδιαστές μόδας, επανερχόμενοι στα φώτα της δημοσιότητας με μια αναζωπυρωμένη κουλ αισθητική, παρότι η συγκεκριμένη υποκουλτούρα δεν ήταν ποτέ στο DNA τους, αποφάσισαν να την εντάξουν στην τελευταία τους κολεξιόν. Κάτι που έμοιαζε παράξενο. Ο McCauley Bowstead επισημαίνει: «Ο διάλογος μεταξύ δρόμου και πασαρέλας είναι πιο στιγμιαίος». Κι αυτό οφείλεται εν πολλοίς σε ένα πράγμα: στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στο Instagram.

«Τώρα, τα όρια είναι ασαφή και το κοινό που έχει πρόσβαση στην εικόνα είναι πολύ μεγαλύτερο, το εύρος των πραγμάτων που μπορείς να δεις – επηρεάζεσαι από τόσα πολλά τώρα» λέει η Sam McCoach, η σχεδιάστρια του Le Kilt, μιας φίρμας που είχε κι αυτή τις απαρχές της σε μια μικροκουλτούρα, εμπνευσμένη από τα ετοιμοπαράδοτα κιλτ που έραβε η γιαγιά της. «Παλιά έπρεπε να κάνεις έρευνα και συνειδητή επιλογή, αλλά τώρα είναι όλα τόσο πρόσφορα. Είναι πιο δύσκολο τώρα να έχεις ισχυρή αίσθηση ταυτότητας απ’ ό,τι στο παρελθόν.»

Πράγματι, παλιότερα έπρεπε να ενημερώνεσαι για τις συναυλίες, να συναντάς κόσμο στις συναυλίες, να διεισδύσεις σε εκείνο τον κόσμο προκειμένου να αποτελέσεις τμήμα του. Ήταν απαραίτητη η φυσική παρουσία. Αλλά τώρα, μέσα από το τηλέφωνό σου, μπορείς να τσαλαβουτήσεις. «Είναι τόσο εύκολο να γίνεις μέρος ενός πράγματος, να είσαι κάποιος άλλος κάθε μέρα» λέει η Turk. Αν και επισημαίνει πως υπάρχει ένας καθοριστικός παράγοντας. «Η υποκουλτούρα έχει ένα στοιχείο του στυλ που είναι ουσιαστικό για την αναγνωρισιμότητά της. Στη μόδα, δεν χρειάζεσαι ένα τόσο έντονο συστατικό ταυτότητας. Είναι πιο ρευστή, ακριβώς επειδή είναι συνδεδεμένη με τον καταναλωτισμό.» Οι υποκουλτούρες είναι χτισμένες πάνω σε στιβαρές τελετουργίες και συστατικά. Η μόδα, όχι και τόσο.

Αλλά αποβλέπει πάντα στην ώρα της Κρίσης. Κι αυτή είναι η στιγμή που το άτομο ή το μόριο αλλάζει. Όταν κάτι γίνεται πολύ μαζικό και αντιγράφεται ευρέως, σε σημείο που καταλήγει μια ανιαρή μίμηση, μπορεί να χάσει την προσδοκώμενη αξία του (όποια κι αν είναι αυτή, είτε πολιτισμική, είτε πολιτική, κοινωνική ή σεξουαλική). Τότε έχει έρθει η ώρα για αλλαγή· η ισορροπία της ενέργειας έχει χαθεί.

Οποιοσδήποτε μπορεί να μπει σε ένα e-tail site και να «ψωνίσει το look τους».

«Αν σκεφτούμε με τους όρους των πρωτοπόρων της υποκουλτούρας, πρόκειται για μια προσπάθεια ανατροπής της ιεραρχίας του γούστου» εξηγεί ο McCauley Bowstead. «Αυτό που θα λέγαμε πως κάνουν [οι υποκουλτούρες] είναι η αντιστροφή του κυρίαρχου αφηγήματος. Παίρνουν το απωθητικό και το ανεπιθύμητο και το μεταμορφώνουν σε λάβαρο υπερηφάνειας». Αυτή είναι τελικά η κινητήρια δύναμη της μόδας: αντιδράσεις που προκαλούν εξέλιξη και νέες κυρίαρχες αφηγήσεις.

Οι έφηβοι της μεταπολεμικής περιόδου είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Έχοντας το δικό τους διαθέσιμο εισόδημα και έναν καινούριο κόσμο να ανατέλλει, δεν ήθελαν να περάσουν απευθείας από τον κόσμο των παιδιών σε αυτόν των ενηλίκων, δεν ήθελαν να ντύνονται σαν τους γονείς τους. Σήμερα, όμως, δεν έχουμε γενικώς εφήβους σε αναβρασμό, υπάρχουν οι millennials, η γενιά Z και τόσα άλλα, μια διαρκής ροή από νεολογισμούς που επιχειρούν να μας ορίσουν, την ώρα που κι εμείς προσπαθούμε να ορίσουμε τον εαυτό μας. Είμαστε το αίτιο ή το αιτιατό; Ποιο έρχεται πρώτα: το ντύσιμο ή η ταυτότητα;

Από τη μεριά του σχεδιαστή, αυτό αναδεικνύει κάποιες ενδιαφέρουσες οπτικές. «Ο χαρακτήρας είναι το παν» λέει ο Charles Jeffrey του Charles Jeffrey LOVERBOY, μιας φίρμας που είναι ό,τι πλησιέστερο διαθέτει το Λονδίνο στην αναβίωση της υποκουλτούρας του New Rave. «Η δική μου διαδικασία σχεδιασμού ξεκινάει σχεδόν πάντα από τη διερεύνηση της ταυτότητας. Πάντα έχω στο μυαλό μου έναν θίασο χαρακτήρων» λέει. «Αν θέλω να ξεχωρίσω αυτούς που με επηρέασαν περισσότερο από τότε που ήμουν παιδί –και όχι μόνο στη μόδα– καταλήγω ότι τελικά είναι όσοι είχαν τόσο έντονη αίσθηση του εαυτού τους, που πυροδότησαν κινήματα. Με γοητεύει αυτό. Μου φαίνεται τελικά πως όταν δίνεις στον κόσμο ελκυστικά στυλ, αυτό πάντα θα τους ενθουσιάζει.» Ας μην υποτιμούμε τον παράγοντα του να αισθάνεται κανείς καλά ως κίνητρο για την επιλογή ρούχων. «Νομίζω πως όσο αυτό [το να κάνει κάποιος κάτι που εκλαμβάνεται ως ένταξη στο στυλ μιας ομάδας] δεν είναι κάτι δεσμευτικό, κάτι τρομακτικό και ψυχρό, είναι θαυμάσιο να βλέπεις ανθρώπους να εξυμνούν και να υιοθετούν ο ένας το στυλ του άλλου.»

Ο Eden Loweth και ο Tom Barratt του Art School, ενός πιο συλλογικού εγχειρήματος του Λονδίνου, εξηγούν: «Η ταυτότητα πάντα ορίζει την επιλογή στα ρούχα». Κι έτσι, αυτοί ξεκινούν μέσα από τον δικό τους κύκλο φίλων, που διαμορφώνουν και επηρεάζουν το στυλ τους. «Η ατομικότητα και η προσωπική ταυτότητα είναι από τους ακρογωνιαίους λίθους του μηνύματος του Art School. Θεωρούμε ότι είναι πολύ σημαντικό η δουλειά μας να μην αντανακλά μόνο εμάς, αλλά και τις ταυτότητες των ανθρώπων με τους οποίους συνεργαζόμαστε, αυτούς που περπατούν για μας και μας εμπνέουν» λέει ο Loweth.

Η σχέση της μόδας με την ταυτότητα είναι λίγο σαν τη σχέση της μόδας με το περιβάλλον: και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει μια σύγκρουση, αλλά και αλληλοβοήθεια, δυνάμεις έμπνευσης και καινοτομίας, αλλά ποτέ δεν πρόκειται να υπάρξει μια οριστική απάντηση. Μονάχα πολλοί και νέοι (μεγάλοι) δρόμοι προς εξερεύνηση. Αυτό το δοκίμιο θα μπορούσε να επεκταθεί πολύ περισσότερο, έχοντας θίξει μόνο την επιφάνεια ενός θέματος που μας επηρεάζει καθημερινά, πηγαίνει πολύ πέρα από αυτό, αλλά ξεκινά πάντα κάθε πρωί που ντυνόμαστε. Τι να φορέσω;

Βιβλιογραφία

Christopher Breward, Fashion, Oxford University Press, 2003

Φωτογραφία: Ελίνα Γιούνανλη

Ιόν | Χρήστος Παπαδόπουλος