Ορέστης Αθανάσοπουλος: Αλεύρι/Αλάτι/Νερό
Το πρότζεκτ «Αλεύρι/Αλάτι/Νερό» ανατρέχει στην ιστορία της ελληνικής πίτας και των τροφών που βρίσκονται τυλιγμένα σε αυτή, αξιοποιώντας αυτό το αρτοσκεύασμα ως πηγή έμπνευσης για την επανεξέταση ζητημάτων που σχετίζονται με την αίσθηση του ανήκειν και τη δημιουργία τόπων. Μελετώντας τις ιστορίες που υποδεικνύουν την καταγωγή της πίτας σε μια χρονική συγκυρία στην οποία οι σύγχρονες αυτοκρατορίες καταρρέουν επισήμως, το έργο θα αναγάγει το συγκεκριμένο είδος ψωμιού σε σύμβολο υπερεθνικής ταυτότητας για όλη την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.
Τι μπορεί να αποκαλύψει η ιστορία του φαγητού που βρίσκεται τυλιγμένο σε πίτα για τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων στην ευρύτερη περιοχή, σε μια συνθήκη στην οποία οι άνθρωποι εξισώνονται με το διαβατήριό τους και τα σύνορα μοιάζουν πιο αδιαπέρατα από ποτέ; Ποιος είναι ο πολιτικός αντίκτυπος της ανάμειξης του αλευριού, του νερού και του αλατιού σε διαφορετικές αναλογίες από τους γείτονες της διπλανής πόρτας, όταν αναπροσαρμόζεις τη συνταγή τους;
Θα μπορούσε η πίτα και η σύγχρονη αισθητική γύρω από το σουβλάκι να χρησιμοποιηθεί ως δοχείο μνήμης και να γίνει μέρος μιας ευρύτερης συζήτησης για μια πολιτική συμπερίληψης που δεν λαμβάνει υπόψιν της τον παράγοντα της ιθαγένειας;
Χρησιμοποιώντας αυτά τα ερωτήματα ως αφετηρία, σε συνδυασμό με μια προϋπάρχουσα έρευνα για τη δημιουργία της σύγχρονης ελληνικής και τοπικής ταυτότητας, το πρότζεκτ επιχειρεί να εξετάσει σε βάθος τι απομένει από την υπερεθνική προέλευση αυτού του περίφημου τυλιχτού σάντουιτς, σε ό,τι αφορά τη δημιουργία μιας κοινότητας, αλλά και το πώς θα μπορούσε να την αναδείξει καλύτερα η σύγχρονη αισθητική του φαγητού του δρόμου.
Έμαθα για την ιστορία του Ισαάκ Ανισπικιάν ή Μερακλίδη και την υποτιθέμενη προέλευση της ελληνικής πίτας πριν από μερικά χρόνια, αλλά δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να ασχοληθώ με το θέμα μέχρι τον Μάιο του 2023. Λόγω του μειωμένου χρόνου και των περιορισμένων πόρων για την κλίμακα του έργου, τελικά ασχολήθηκα με την έρευνα πεδίου καθώς ολοκλήρωνα την αρχική κειμενική έρευνα που είχα ξεκινήσει πριν από την έναρξη του residency. Λίγο μετά την άφιξή μου στην Αθήνα, ξεκίνησα ένα ταξίδι τριών εβδομάδων κατά μήκος της Ανατολικής Μεσογείου. Άδανα, Λευκωσία, Βηθλεέμ, Αλεξάνδρεια και Αθήνα. Ένα μείγμα από μέρη όπου ο Ισαάκ είχε ζήσει και μέρη όπου τα σύνορα εξακολουθούν να παίζουν μεγάλο ρόλο στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Περπάτησα πολύ, καθώς είχα αποφασίσει να ελέγξω εμπειρικά την υπόθεσή μου περί κοινής ταυτότητας στη συγκεκριμένη γεωγραφία. Μόνος ή μερικές φορές με φίλους που μου μετέφραζαν, περιπλανιόμουν σε αυτές τις πόλεις προσπαθώντας να καταλάβω πώς αντιλαμβάνονταν οι κάτοικοι της περιοχής κάποιον που γεννήθηκε στην Ελλάδα και, αντίστροφα, σε ποιον βαθμό οι αλληλεπιδράσεις μου στον δρόμο θα μου φαίνονταν οικείες.
Η αναζήτηση αρτοποιείων και εστιατορίων ήταν ο κύριος σκοπός ή ίσως το πρόσχημα του ταξιδιού, αλλά οι τυχαίες συναναστροφές στον δρόμο αποδείχθηκαν εξίσου σημαντικές. Κάποιος μου ζητούσε οδηγίες και γρήγορα έπιανα τον εαυτό μου να απολογείται που δεν μιλάει τουρκικά ή αραβικά. Στην Κύπρο η προφορά μου προκαλούσε ακατανόητα χαμόγελα μαζί με ένα εξίσου ακατανόητο «α, είσαι από την Ελλάδα». Στην Αίγυπτο τυχαίοι άνθρωποι στον δρόμο μού έλεγαν ότι μοιάζω με Αιγύπτιο.
Δεν έκανα μόνο μια απλή οπτική έρευνα σχετικά με τους τρόπους παραγωγής και κατανάλωσης των διαφόρων flatbreads, αλλά έβαζα και τη δική μου εμπειρία σε δοκιμασία. Αυτό το ταξίδι δεν θα ήταν εφικτό χωρίς τη βοήθεια των φίλων μου και των μελών των οικογενειών τους στην Τουρκία, την Κύπρο, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και την Ελλάδα, οι οποίοι κατανόησαν το πρότζεκτ με τον δικό τους τρόπο και με βοήθησαν να βρω ψωμί.
Καθώς η αρχική μου υπόθεση επιβεβαιωνόταν με τρόπους που ούτε καν μπορούσα να φανταστώ πριν ξεκινήσω αυτό το ταξίδι, ήρθα αντιμέτωπος με ένα διαφορετικό σύνολο ερωτημάτων. Πώς θα μπορούσα να αναπαραστήσω οπτικά τη γεωγραφική και πολιτισμική συνέχεια που βίωσα χωρίς να πέσω σε μια οριενταλιστική, εξωτιστική παγίδα; Πέρασα μια εβδομάδα σε κάθε τόπο, που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί αρκετός χρόνος για να δημιουργήσω κάποιου είδους ουσιαστική σύνδεση, και παρά τις προφανείς ομοιότητες υπήρχαν επίσης κάποιες πολύ ορατές διαφορές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πρόχειρες διαστρεβλώσεις τόπων και κοινοτήτων που μου πρόσφεραν γενναιόδωρα το φαγητό και τον χρόνο τους και για τις οποίες επίσης γνώριζα ελάχιστα.
Επέλεξα να επικεντρωθώ στα χέρια και τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι στην Ανατολική Μεσόγειο για να φτιάχνουν και να τρώνε ψωμί. Ο συνδυασμός της ρυθμικής κίνησης του αναδευτήρα στο δοχείο ανάμειξης και των χεριών που ζυμώνουν τη ζύμη, με τη δική μου ερμηνεία της ιστορίας του Ισαάκ που εμφανίζεται ως κείμενο πάνω σε αρχιτεκτονικά στοιχεία των τόπων που επισκέφθηκα, υποδηλώνει διακριτικά την αίσθηση της συνέχειας που βίωσα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Στο τέλος της δίμηνης παραμονής μου στην Αθήνα, το έργο βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη και πιθανώς θα αλλάξει σημαντικά καθώς θα συνεχίσω να εμβαθύνω στις μορφολογικές και εννοιολογικές πτυχές του έργου. Το να προσπαθήσω να συνοψίσω την εξέλιξη της έρευνάς μου χωρίς να περιμένω να κατακαθίσει η σκόνη, πιθανότατα θα οδηγήσει σε μια στρεβλή αναπαράσταση πραγμάτων που δεν έχουν ακόμη ωριμάσει στο μυαλό μου. Ωστόσο, αυτές είναι οι αρχικές σκέψεις που μου έμειναν λίγο αφότου εγκατέλειψα τη Μεσόγειο για μια πιο πράσινη και υγρή χώρα όπου τα flatbreads μπορούν να αγοραστούν σε «ανατολίτικα» μπακάλικα ή στα τμήματα «εξωτικών» τροφίμων των σουπερμάρκετ.