Το πέταγμα των πουλιών, ο συντονισμός των πυγολαμπίδων, μια σειρά από μικροφαινόμενα που συνιστούν τον κόσμο της φύσης γίνονται η αφορμή για την κινητική έρευνα του Χρήστου Παπαδόπουλου.

Φωτογραφία: Nick Knight

Στη χορογραφική έρευνα του Χρήστου Παπαδόπουλου μπορεί κανείς να διακρίνει δύο βασικές συνιστώσες: η πρώτη σχετίζεται με τη χωρικότητα του σώματος – το πώς δηλαδή το σώμα γίνεται φορέας αντίληψης του χώρου όπου κατοικεί, τοποθετώντας μας ενεργά και συνειδητά μέσα στον κόσμο. Η δεύτερη έχει να κάνει με την επιμονή σε ένα κινητικό μοτίβο, ώστε η ροή του χρόνου να αποκτήσει μια διαφορετική «διάρκεια» – να φύγουμε δηλαδή από τη συμπαράθεση στιγμών και να βρεθούμε σε ένα ενιαίο, αδιάσπαστο χρονικό σύμπαν. Ωστόσο, παρά την έμφαση στο «εδώ και τώρα» της σκηνικής δράσης, η οποία εντείνεται μέσα από τη λειτουργία της επανάληψης, επιθυμία του χορογράφου είναι να απελευθερωθεί το βλέμμα μας από τον εξαναγκασμό του εντυπωσιασμού. Θα έλεγε κανείς ότι μάλλον αναζητά ένα είδος πειθαρχίας στο έλασσον, στην «απεραντοσύνη» που έρχεται να συνειδητοποιήσει τον εαυτό της μέσα στον άνθρωπο και στο σύνολο που τον αγκαλιάζει.

Αυτή την εντατικότητα στην παρατήρηση των πραγμάτων γύρω μας, όπως όταν βρισκόμαστε στη φύση και μας μαγεύουν τα φαινόμενα που συνιστούν τον «κόσμο» της, δεν μπορούμε να την προσδιορίσουμε ποσοτικά. Η ενέργεια του «κοιτώ» δεν έχει καμία βαρύτητα, αν δεν συνδεθεί με την ανάδυση ενός ιδιαίτερου «τοπίου» μέσα μας, με την προσωπική «κατοχή» του χώρου. Έτσι, και στη συγκεκριμένη χορογραφία, το σώμα καθιστά ορατή την ποικιλότητα ενός κόσμου μέσα από ανεπαίσθητες διαβαθμίσεις στην κίνηση, για να μας αποδεσμεύσει εν τέλει από την περατότητα του σκηνικού χώρου. Η σκηνή, άλλωστε, δεν είναι απλώς η επιφάνεια πάνω στην οποία τοποθετείται η κίνηση· για τον χορογράφο, αποτελεί μια χωρική συνθήκη ενατένισης, ένα εύπλαστο υλικό που θέλει να μιμηθεί τη σαγήνη, την οποία ασκεί πάνω μας η απεραντοσύνη του ουράνιου θόλου. Όπως, αντίστοιχα, το πλησίασμα του άλλου προτείνει μια σχέση που δεν εξαντλείται στη γειτνίαση, αλλά διαχέεται στην απροσμέτρητη, ουσιώδη διαφορά του άλλου, μετατρέποντας τον χώρο σε τόπο συνύπαρξης.

—Τάσος Κουκουτάς