Richard Dawson
Φωτογραφία: Sally Pilkington
Ο Richard Dawson έχοντας αναδυθεί από τον βυθό του ποταμού Τάιν, στη βόρεια Αγγλία, με μια φωνή που κατακρημνίζεται και υπερίπταται, που είναι βουτηγμένη στη μακραίωνη παράδοση της βρετανικής μπαλάντας και στις έξοχα σμιλευμένες παρατηρήσεις του κοινότοπου, είναι ένας αλλόκοτος τροβαδούρος, γοητευτικός και συγχρόνως τραχύς.
Το χαοτικά βιρτουόζικο κιθαριστικό παίξιμό του περιδιαβαίνει από μελωδίες του μιούζικ χολ έως χρωματιστές εκδοχές του θορύβου, από τον στατικό ηλεκτρισμό του ενισχυτή και τις ταλαντώσεις του feedback. Τα τραγούδια του είναι εξίσου ιλαρά και τραγικά, προερχόμενα από μια εμπύρετη φαντασία που παραπέμπει σε κόσμους ένδοξους και κόσμους άγνωστους.
Τόσο στις ζωντανές εμφανίσεις όσο και στους δίσκους του, ο Ντόσον είναι ένα πύρινο μέτωπο μουσικής έκφρασης και προσωπικότητας.
Με παράταιρο παρουσιαστικό, και εν μέσω αφηγήσεων για ανανάδες και εσώρουχα, φαντάσματα της οικογένειάς του και γάτες, η σκηνική παρουσία του είναι ελκυστική και συνάμα τρομακτική.
Η δύναμη της φωνής του, που βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα, σε συνδυασμό με τις έκκεντρες κιθαριστικές του γραμμές, ανακαλούν ψευδείς αναμνήσεις του Tim Buckley και του Richard Youngs σε ντουέτα με τον Sir Richard Bishop και τον Zoot Horn Rollo.
Υπάρχει μια τραχύτητα στη μουσική, η οποία ενσωματώνει φθαρμένες από τον χρόνο παραδόσεις τραγουδοποΐας –την τραγουδιστική παράδοση του Sacred Harp, τις κατακερματισμένες ερωταποκρίσεις των Γαελικών Ψαλμών, την αχαλίνωτη ισχύ των Μογγόλων λαρυγγιστών–, με τη δύναμή της να μετριάζεται από την οικειότητα, στιγματισμένη με ανθρώπινο συναίσθημα που αγκυροβόλησε χάριν μιας αίσθησης του τόπου.