Γιώργος Απέργης

Φωτογραφια: Patrizia Dietz

Ο Έλληνας συνθέτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945, και από το 1963 ζει και εργάζεται στο Παρίσι.

Το 1971, μετά από κάποια οργανικά κομμάτια επηρεασμένα λίγο έως πολύ από τη σειραϊκή μουσική, συνθέτει το πρώτο του μουσικοθεατρικό έργο, "La tragique histoire du nécromancien Hiéronimo et de son miroir" («Η τραγική ιστορία του νεκρομάντη Ιερωνύμου και του καθρέφτη του»). Αυτό το έργο είναι το θεμέλιο του μεγαλύτερου μέρους των μεταγενέστερων διερευνήσεών του στη σχέση μεταξύ μουσικής και κειμένου, αλλά και μεταξύ μουσικής και σκηνικής ερμηνείας. Έτσι, συμμετέχει στη μεγάλη περιπέτεια του μουσικού θεάτρου που ξεκίνησε στη Γαλλία, στο Φεστιβάλ της Αβινιόν.

Το 1976, με την ίδρυση του ATEM (Ατελιέ Θεάτρου και Μουσικής), επανεφευρίσκει την προσέγγισή του στη σύνθεση με μια νέα καλλιτεχνική φόρμα εμπνευσμένη από την καθημερινή ζωή και κοινωνικά θέματα, μεταφερμένη σε έναν συχνά παράδοξο και ποιητικό κόσμο, στον οποίο μουσικοί, τραγουδιστές, ηθοποιοί και καλλιτέχνες πολυμέσων συναντιούνται σε μια ισότιμη βάση: "La bouteille à la mer" (1976), "Conversations" (1985), "Sextuor" (1993), "Commentaires" (1996).

Φεύγοντας από το ATEM το 1997, αρχίζει να γράφει έργα μουσικού θεάτρου: "Machinations" (2000), "Paysage sous surveillance" (2002), "Le petit chaperon rouge" (2003), "Luna Park" (2011).

Έκτοτε, δουλεύει πάνω σε αυτό που ο ίδιος ονόμασε «εισβολή στον ναό του θεάτρου από την αφηρημένη δύναμη της μουσικής οργάνωσης». Η μουσική του, ένας πολυφωνικός κώδικας από ήχους, δράσεις, εικόνες, λόγο και τραγούδι, έχει απόλυτα προσωπικό ύφος και συνδυάζει ένταση, αποσπασματικότητα και λεπτό χιούμορ. Συχνά, η παρτιτούρα εμπεριέχει τη σκηνοθεσία της.

Η συναυλιακή μουσική του περιλαμβάνει μια μεγάλη σειρά σολιστικών έργων για όργανα ή φωνή (ανάμεσά τους είναι και το αριστούργημά του, "Récitations", 1978), στα οποία παρεισφρύουν θεατρικά στοιχεία εδώ κι εκεί, ενίοτε ακόμα και με απλές χειρονομίες.

Οι συνθέσεις του μουσικής δωματίου, είτε για ορχήστρα, είτε για φωνή, είτε για ενόργανο σύνολο, περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό έργων για ένα ευρύ φάσμα συνόλων ερμηνείας. Σε αυτά, δεν εγκαταλείπει την προτίμησή του στον πειραματισμό, ούτε και την τάση του για κάποιου είδους πρόκληση (π.χ. "Die Wände haben Ohren", για μεγάλη ορχήστρα, 1972), αλλά σε αντίθεση με τα έργα μουσικού θεάτρου, κανένα δεν έχει ως αφετηρία το σκηνικό προσανατολισμό, καθώς όλα τους καθοδηγούνται από την ίδια τη σύνθεση.

Οι όπερές του, που συνιστούν το τρίτο πεδίο της δραστηριότητάς του, μπορούν να εκληφθούν ως μια σύνθεση ανάμεσα στα έργα του για μουσικό θέατρο και στα έργα του για κοντσέρτα. Εδώ, το κείμενο συνιστά το ενοποιητικό και αποφασιστικό στοιχείο και η φωνή που τραγουδάει είναι το κύριο διάνυσμα της έκφρασης. Ο Γιώργος Απέργης έχει συνθέσει επτά λυρικά έργα, στα οποία συγκαταλέγονται το "Pandemonium" (1973), εμπνευσμένο από τα γραπτά του Ιουλίου Βερν, το "Liebestod" (1981), από μια επιστολή της Μπετίνα Μπρεντάνο στον Γκαίτε, το "Tristes tropiques" (1996), από το ομώνυμο έργο του Κλωντ Λεβί-Στρως («Θλιβεροί Τροπικοί»), το "Les Boulingrin" (2010), από το ομώνυμο έργο του Georges Courteline.

Ωστόσο, από τις αρχές του 21ου αιώνα, η ταξινόμηση των έργων του Γιώργου Απέργη σε αυτά τα τρία πεδία είναι περισσότερο από ποτέ δύσκολη, λόγω ακριβώς της ιδιαίτερης φύσης τους. Μια σειρά από έργα, όπως το "Die Hamletmaschine" (2001), ένα ορατόριο βασισμένο στο ομώνυμο έργο του "Heiner Müller" («Μηχανή Άμλετ»), το "Dark Side" (2004), ένα «μονόδραμα» βασισμένο στην «Ορέστεια» του Αισχύλου, η όπερα "Avis de tempête" (2004), ακόμα ίσως και το "Wölfli Kantata" (2006), μια καντάτα εμπνευσμένη από τα γραπτά του Adolf Wölfli, ή το "Happiness Daily" (2009), για σοπράνο, μέτζο-σοπράνο και ενόργανο σύνολο, όλα αυτά θέτουν προκλήσεις στα ζητήματα του δράματος, της ερμηνείας, της σκηνοθεσίας, ενώ συγχρόνως αποτελούν παραδείγματα της ελευθερίας με την οποία ο Γιώργος Απέργης παίζει με την ταξινόμηση και τα είδη, τόσο στις παραστατικές τέχνες όσο και στο θέατρο.

Γόνιμος συνθέτης με αδιάκοπη επινοητικότητα, ο Γιώργος Απέργης έχει χτίσει ένα πολύ προσωπικό corpus από έργα, που είναι συγχρόνως σοβαρά και διασκεδαστικά, το οποίο εδράζεται στην παράδοση αλλά συνάμα είναι ελεύθερο από θεσμικούς περιορισμούς. Ανοίγοντας συνειδητά απρόσμενους ορίζοντες ζωτικότητας και ευκολίας για τους ερμηνευτές των έργων του, συμφιλιώνει με μαεστρία τον ήχο και την εικόνα, όπως επίσης αγγίζει ακροθιγώς ζητήματα που αντανακλούν τραγικές ή και γελοίες πλευρές της εποχής του.

Ανάμεσα στις πολλές διακρίσεις με τις οποίες έχει τιμηθεί είναι το βραβείο Mauricio Kagel (2011), ο Χρυσός Λέοντας στην Μπιενάλε Μουσικής της Βενετίας (2015), το βραβείο Frontiers of Knowledge του BBVA Foundation στην κατηγορία της σύγχρονης μουσικής (2016) και το βραβείο Ernst von Siemens Music Prize (2021).