Alaa Ghosheh
Φωτογραφία: Lindsay Lynch
Ο Alaa Ghosheh γεννήθηκε εντός των τειχών της παλιάς πόλης στην Ιερουσαλήμ πριν από τριάντα χρόνια, κατά τη διάρκεια της πρώτης παλαιστινιακής Ιντιφάντα. Ζώντας υπό κατοχή, υπήρξε μάρτυρας αμέτρητων πράξεων βίας, αδικίας και απάνθρωπης συμπεριφοράς. Από νεαρή ηλικία στρεφόταν στη φαντασία του και στην εικαστική του δημιουργικότητα για να βγάλει κάποιο νόημα από αυτό που, για εκείνον, ήταν ένας παράλογος κόσμος. Ήταν φυσικό λοιπόν αυτή η συνήθεια να γίνει αργότερα πάθος για τη φωτογραφία. Δουλεύοντας ως φωτορεπόρτερ, από τη Ραμάλα (Παλαιστίνη) και το Ιρμπίλ (Ιράκ) μέχρι το Μπρούκλιν και την Aθήνα, η πρακτική του χαρακτηρίζεται από την ικανότητα να συνδέεται με διαφορετικούς πληθυσμούς και κοινότητες που ζουν σε ασυνήθιστες συνθήκες. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, άρχισε να εργάζεται ως ανεξάρτητος φωτογράφος για διάφορα τοπικά πρακτορεία ειδήσεων. Μετά την απόκτηση πτυχίου στα ΜΜΕ και την επικοινωνία από το Πανεπιστήμιο του Birzeit το 2010, προσλήφθηκε από την Υπηρεσία Αρωγής και Έργων του ΟΗΕ (United Nations Relief and Works Agency) στην Ιερουσαλήμ, όπου πέρασε χρόνια ως φωτογράφος και αρχειονόμος φωτογραφιών. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, συνέχισε τη δική του εξερεύνηση στις εικαστικές τέχνες και το 2015 συμμετείχε για πρώτη φορά σε πρόγραμμα φιλοξενίας καλλιτεχνών στη Villa Romana στη Φλωρεντία, όπου παρουσίασε την ατομική του έκθεση με τίτλο “Long Distance Relationships”. Έκτοτε έχει ζήσει σε αρκετές πόλεις ανά τον κόσμο (Άμστερνταμ, Nέα Yόρκη, Aθήνα), διευρύνοντας τον όγκο δουλειάς του και δουλεύοντας σε νέα έργα, μακριά από την πολιτική πραγματικότητα στην οποία μεγάλωσε.
Ο Alaa Ghosheh είναι συμμετέχων του προγράμματος (Inter)national Residency του Onassis AiR τη σεζόν 2019-20.
Το πρότζεκτ του Alaa Ghosheh στην Aθήνα διερωτάται τι αφήνουμε πίσω μας καθώς επεκτείνουμε τον ψηφιακό μας «χώρο». Δηλαδή, τι συμβαίνει με τις πιο ιδιωτικές αναμνήσεις μας στον απόηχο της κυβερνο-ανθρώπινης σύνδεσης; Σε μια εποχή άπειρων δεδομένων, το πρότζεκτ επικεντρώνεται στο τι απομένει από το ψηφιακό μας αποτύπωμα σε (σκληρούς) δίσκους που δεν χρησιμοποιούμε πλέον και αναρωτιέται τι θα μπορούσε να συμβεί με αυτά τα εγκαταλελειμμένα δεδομένα αν γίνονταν μέρος της ζωής κάποιου άλλου. Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που ήρθαν στο μυαλό του Γκόσεχ όταν χρειάστηκε να χακάρει τα δικά του δεδομένα και να κοιτάξει βαθιά σε σκληρούς δίσκους που κάποτε του ανήκαν. Μια κουραστική διαδικασία ανάκτησης εικόνων από αυτούς τους δίσκους, κατακερματισμένων τμημάτων της ζωής του που δεν ήταν ορατά σε κανέναν πέρα από τον ίδιο. Ο ρόλος του σε αυτή τη διαδικασία είναι να ανακαλύψει τι αισθήματα προκαλούν αυτά τα δεδομένα, τι αντιπροσωπεύουν, τι χαρακτήρες γεννιούνται ως αποτέλεσμα των συναισθημάτων και των αναμνήσεών μας όταν τα δεδομένα συσσωρεύονται και υιοθετούνται από πολλούς διαφορετικούς ανθρώπινους κατόχους. Θα μπορούσε να είναι αυτό το αποτέλεσμα μέρος της ανάπτυξης του κυβερνοχώρου; Θα ήταν άραγε αυτός ένας νέος χαρακτήρας, αφού φεύγει από μας, και πώς θα έμοιαζε; Πώς κοιτάζουμε τις αναμνήσεις, αναπτύσσοντας συναισθήματα από τις συναντήσεις της ζωής μας, και πώς τις συνδέουμε με τις μηχανές; Πώς τα παραπεταμένα και παροδικά δεδομένα αντανακλούν τη σύγχρονη Aθήνα ως χώρο οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής μετάβασης; Σε μια πόλη που τόσο πολλοί (είτε είναι ιστορικοί, είτε αιτούντες άσυλο, είτε οικονομολόγοι) θεωρούν πως χωρικά και χρονικά έχει ρόλο «ενδιάμεσου» (οικονομικά, πολιτικά, γεωγραφικά), αυτό το πρότζεκτ επιδιώκει να αποκαλύψει τα δεδομένα που θεωρούνται άχρηστα, ξεχασμένα ή όχι πια σημαντικά, καθώς η Aθήνα αποσύρεται από το επίκεντρο της επικαιρότητας. Ο Γκόσεχ σχεδιάζει να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα συλλέγοντας σκληρούς δίσκους από πέντε διαφορετικές τοποθεσίες στην περιοχή της Αττικής (Πειραιάς, Ελαιώνας, Μοναστηράκι, Εκάλη, Νίκαια). Χακάροντας αυτούς τους δίσκους, η πρακτική του θα δημιουργήσει οπτικές εντυπώσεις με τη μορφή ψηφιδωτών, οι οποίες βασίζονται σε εξόρυξη δεδομένων. Ερευνώντας τα έγγραφα, τις ταινίες και τις φωτογραφίες που θα βρει σε κάθε δίσκο, αποσκοπεί στην κατάργηση των διχοτομιών δημόσιου/ιδιωτικού, άχρηστου/χρήσιμου, σκουπιδιού/πολύτιμου που αντιπροσωπεύουν αυτές οι συσκευές, παρέχοντας τελικά πληροφορίες για τη ζωή των ανθρώπων στη σύγχρονη Aθήνα.
Δημιουργούμε μνήμες βλέποντας και αναγνωρίζοντας τα πράγματα ακόμα και πριν μιλήσουμε. Επηρεαζόμαστε από αυτό που γνωρίζουμε ως την πραγματικότητά μας, αλλά τι γίνεται όταν αυτή η γνώση αλλάζει με βάση τους τρόπους που αλληλεπιδρούμε με τον κόσμο; Ψηφιακά μιλώντας, μπορεί κάποια στιγμή να μην υπάρχουμε πια αλλά η ψηφιακή αλυσιδωτή αντίδραση που ξεκινήσαμε συνεχίζει να τρέχει στο παρασκήνιο με τη μορφή δυαδικών ανεπεξέργαστων δεδομένων. Σειρές από μηδέν και ένα που περιμένουν να τις δει κάποιος, ενώ εξελίσσονται και δημιουργούν μια ανεξάρτητη συνείδηση.
Αυτό το γεγονός με προκάλεσε να ψάξω εκεί που δεν ψάχνει κανείς, αναζητώντας οπτικά αποτελέσματα που κανείς δεν μπορεί να αναγνωρίσει. Αφού πέρασα πολύ χρόνο να σταχυολογώ ανεπιθύμητα δεδομένα, συνειδητοποίησα ότι έψαχνα για κάτι που έκρυβαν οι ίδιες οι μηχανές, το οποίο θα αποθηκευόταν διαφορετικά από τον τρόπο που οι άνθρωποι έχουμε συνηθίσει να αποθηκεύουμε – και οδηγήθηκα στην ανακάλυψη μιας οπτικής όασης, κρυμμένης μπροστά στα μάτια μου.
Η έρευνά μου σκοπεύει να διερευνήσει το αποτέλεσμα πολλών οπτικών στρωμάτων χρόνου, όπως συλλέχθηκαν από σκληρούς δίσκους σε διαφορετικές τοποθεσίες σημαντικές για μένα, από την Κατεχόμενη Παλαιστίνη ως την Αθήνα.Ξεκίνησα ξεκλειδώνοντας και αποκαλύπτοντας ψηφιακές ταυτότητες και δυαδικό κείμενο που είχαν διαφορετική δομή και νόημα κάποτε στο παρελθόν, αλλά τώρα είχαν αποκτήσει τη δική τους νέα υπόσταση. Αυτός ο ψηφιακός Frankenstein, παραμορφωμένος και ανατυπωμένος ως κολάζ, μου προσέφερε πολλαπλά σενάρια μόλις τοποθετήθηκαν μερικά ανακτημένα εικονοστοιχεία το ένα πάνω στο άλλο, σε μια προσπάθεια να φανταστώ και να ρίξω μια ματιά σε κάτι από το μέλλον.
Οφείλω να ευχαριστήσω τον πατέρα μου γι’ αυτή τη δημιουργία, γιατί πριν από χρόνια πούλησε ένα από τα λάπτοπ μου (χωρίς να το ξέρω) για να βγάλει κάποια επιπλέον χρήματα, με αποτέλεσμα να χαθούν χρόνια δουλειάς μου. Τελικά, αφού ανέκτησα τον σκληρό δίσκο –που ανήκε σε άλλα άτομα και τον χρησιμοποιούσαν– δεν μπόρεσα να αναγνωρίσω το αρχικό μου υλικό γιατί πολύ απλά δεν υπήρχε πια, τουλάχιστον όχι όπως όταν ήταν δικό μου. Είδα θραύσματα εικόνων που είχαν μετεξελιχθεί και αναπαράγονταν μετά την απομάκρυνσή τους από τον χρόνο και τον χώρο όπου είχαν πρωτοεμφανιστεί και αποθηκευτεί.
Σύμφωνα με τον John Berger, ο σκοπός των εικόνων και των οπτικών σημείων, όπως και της τέχνης, είναι να μας ξεπεράσουν σε διάρκεια, οπότε το αποτέλεσμα της δικής τους εξέλιξης είναι μακριά από τη δική μας λογική. Συνήθως, όταν κοιτάμε μια εικόνα έχουμε κάποιες παραδοχές σχετικά με το παρελθόν, που θεωρούμε στατικό. Αυτό που παράγω εγώ έχει την ίδια αίσθηση αλλά χωρίς αυτές τις παραδοχές, εκτός αν αφορούν το μέλλον.
Ξεκίνησα αυτό το ταξίδι με μια ρήση του Georges Didi-Huberman: “Χρειαζόμαστε τις εικόνες για να δημιουργήσουμε ιστορία, ειδικά στην εποχή της φωτογραφίας και του κινηματογράφου, αλλά χρειαζόμαστε τη φαντασία για να ξαναδούμε αυτές τις εικόνες, και έτσι να ξανασκεφτούμε την ιστορία”.
Σε αυτή τη φάση της έρευνάς μου, έχω καταλήξει στο ακόλουθο συμπέρασμα: Πρέπει να μάθουμε τρόπους να προσαρμοζόμαστε και να μοιραζόμαστε τη φαντασία μας με τα εργαλεία που διαθέτουμε. Αν δεν το κάνουμε, φοβάμαι πως δεν θα μπορούμε να συνδεθούμε με την ηχώ του ίδιου του μελλοντικού μας εαυτού.