Μυρτώ Κατσιμίχα
Η Μυρτώ Κατσιμίχα (1991, Aθήνα) είναι επιμελήτρια που ζει και εργάζεται στην Aθήνα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου (Aθήνα, 2012) και του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Επιμέλειας Σύγχρονης Τέχνης του London Metropolitan University και της Whitechapel Gallery (Λονδίνο, 2014). Η έρευνά της εστιάζει σε ανεξάρτητες μορφές οργάνωσης και εναλλακτικά εκπαιδευτικά μοντέλα στον χώρο της τέχνης. Την περίοδο 2017-18 συμμετείχε στο πρόγραμμα 12-μηνης πρακτικής άσκησης στο Τμήμα Δημόσιων Προγραμμάτων του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Στο πλαίσιο της πρακτικής της πραγματοποίησε επιτόπια έρευνα στην ανεξάρτητη καλλιτεχνική σκηνή της Πόλης του Μεξικού (Ενοχικές Απολαύσεις, EP Journal, 2019) και αργότερα διοργάνωσε και συντόνισε το δημόσιο πρόγραμμα με τίτλο «Από την Πόλη του Μεξικού στη Νέα Υόρκη: Μια συζήτηση με την Tamara Ibarra και την Rachel Valinsky» για τις συνεργατικές πρακτικές και τη σύνδεση των ανεξάρτητων καλλιτεχνικών χώρων και των οργανισμών σύγχρονης τέχνης (ΜοΜΑ, 5 Σεπτεμβρίου 2018). Έχει εργαστεί σε διάφορους οργανισμούς τέχνης στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως στην documenta 14 (Aθήνα & Κάσελ), State of Concept (Aθήνα), στην Μπιενάλε της Aθήνας και στο Phenomenon Anafi μεταξύ άλλων. Το Φθινόπωρο του 2019 συμμετείχε στο πρόγραμμα Critical Practices του Οnassis AiR.
Επιμελητικά πρότζεκτ: "Unlikely Outcomes: An Improvision", Void, Aθήνα (2019)· "10.000 Steps—Thodoris Pistiolas", Μουσείο Βορρέ, Aθήνα (2019)· Deliverart, μία κινητή εμπειρία στο κέντρο της Aθήνας (2019)· "If Icannot bend, I will move", Snehta Residency, Aθήνα (2019)· "Going where we come from", ένας εικαστικός περίπατος στην Κυψέλη σε σύλληψη της Maëlle Gross και συνεπιμέλεια της Olivia Fahmy, Aθήνα (2017)· OpenGround 2016, εκπαιδευτικό εργαστήριο για νέους καλλιτέχνες και επιμελητές, σε συνεργασία με την Cristina Perillo, State of Concept και Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, Aθήνα (2016)· "Things are left to become concrete", Snehta Residency, Aθήνα (2016)· "Of other places", σειρά προβολών, State of Concept, Aθήνα (2015)· "EXOTICA and 4 other cases of the self", σε συνεπιμέλεια με τις Fanny Nina Borel και Elisabetta Rabajoli, me Collectors room, Βερολίνο (2014).
Η Μυρτώ Κατσιμίχα είναι συμμετέχουσα του προγράμματος Critical Practices του Οnassis AiR 2019-20 και ήταν υπεύθυνη επικοινωνίας και τεκμηρίωσης του προγράμματος Onassis AiR μεταξύ του Ιανουαρίου 2020 και Μαρτίου 2023.
ΧΡΟΝΟΣ, ΧΡΟΝΟΣ, ΧΡΟΝΟΣ
Ο Χανς Κάστορπ συνέχισε: «Θα κατέβεις μαζί μου, έτσι; Δεν βλέπω κανένα εμπόδιο».
«Μαζί σου;» ρώτησε ο εξάδελφος και έστρεψε προς το μέρος του τα μεγάλα του μάτια, που πάντα ήταν ήρεμα, είχαν πάρει όμως σε αυτούς τους πέντε μήνες μια κουρασμένη, σχεδόν θλιμμένη έκφραση. «Μαζί σου, πότε;»
«Ε, να, σε τρεις βδομάδες».
«Α, μάλιστα, με το μυαλό σου βρίσκεσαι κιόλας στον γυρισμό» απάντησε ο Γιοάχιμ. «Καλά, μη βιάζεσαι, μόλις ήρθες. Βέβαια, για μας εδώ πάνω τρεις βδομάδες δεν είναι σχεδόν τίποτε, αλλά για σένα, που έχεις έρθει επίσκεψη και θες έτσι κι αλλιώς να μείνεις μόνο τρεις βδομάδες, για σένα είναι πολύς καιρός. Εγκλιματίσου πρώτα· θα δεις, δεν είναι τόσο εύκολο. Κι άλλωστε το κλίμα δεν είναι το μόνο παράξενο εδώ σ’ εμάς. Πρόσεχε και θα δεις πολλά καινούργια πράγματα. Κι αυτά που λες για μένα, ξέρεις, τόσο γρήγορα δεν γίνεται, “σε τρεις βδομάδες σπίτι”». […]
«Ποιος έχει τόσο χρόνο;»
«Ναι, ο χρόνος» είπε ο Γιοάχιμ και κατένευσε κάμποσες φορές ίσια μπροστά του, χωρίς να ασχοληθεί με την ειλικρινή αγανάκτηση του εξαδέλφου του. «Έχουν έναν τρόπο εδώ να διαχειρίζονται τον ανθρώπινο χρόνο – είναι απίστευτο. Γι’ αυτούς τρεις βδομάδες είναι σαν μια μέρα. Θα δεις. Θα τα μάθεις όλα» είπε και πρόσθεσε: «Εδώ πάνω αλλάζει κανείς αντιλήψεις».
Τόμας Μαν, «Το μαγικό βουνό», 1928
Ενώ έκανα τον «απολογισμό» των σκέψεων και των εντυπώσεών μου από τους τρεις μήνες που πέρασα στο σπίτι του Onassis AiR ως μέρος του προγράμματος Critical Practices για το Φθινόπωρο του 2019, άρχισα να διαβάζω «Το μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν. Στο επιδραστικό του μυθιστόρημα ο συγγραφέας αφηγείται το ταξίδι ενός νεαρού άντρα σε ένα πολυτελές σανατόριο για φυματικούς στα ελβετικά βουνά, θέτοντας τα θεμέλια της ηθικής και πνευματικής ανάπτυξης του ήρωα ενώ εισάγεται στην ιδιαίτερα οργανωμένη καθημερινότητα του «ιδρύματος», ενός κλειστού κόσμου με τους δικούς του νόμους, όπου οποιαδήποτε προϋπάρχουσα έννοια του χρόνου μοιάζει τουλάχιστον ακατάλληλη, αν όχι άτοπη. Έχει ενδιαφέρον ότι η φυματίωση, αυτή η διαδεδομένη ασθένεια των αρχών του 20ού αιώνα, αποκαλούνταν και με ένα δεύτερο όνομα: κατανάλωση. Στην εισαγωγή του στο βιβλίο (έκδοση 2011), ο Adam Fouldsεξηγεί: «Ο θάνατος από την κατανάλωση ερχόταν αργά. Οι άνθρωποι ζούσαν με την αρρώστια. Κατά μια έννοια γινόταν τρόπος ζωής γιατους πάσχοντες. Γινόταν αντιληπτή ως μια επιταχυμένη ζωή, ένα κάψιμο, μια σπατάλη. Συσχετιζόταν με το πάθος, την ένταση και ενός είδους πνευματική βελτίωση. […] Μάλιστα το πάθος μερικές φορές αναγνωριζόταν ως ταυτόχρονα το αίτιο και το σύμπτωμα της νόσου». Για να θεραπευτεί κανείς «έπρεπε να προσαρμοστεί στο μέρος και στη διαδικασία της ιδρυματοποίησης, με όλη την εθιστική αίσθηση της ασφάλειας και της τάξης που προσφέρει». Σ’ αυτό τον μικρόκοσμο «μοιάζει να βρίσκεται όλη η ανθρώπινη ζωή, έγκλειστη στον χώρο και στον χρόνο». Πολύ πριν τον 21ο αιώνα, αυτή η θανατηφόρα νόσος θεραπεύτηκε, ή έτσι τουλάχιστον φαίνεται. Γιατί η «κατανάλωση» έχει πάρει νέες μορφές σ’ αυτή την υπερεπιταχυνόμενη πραγματικότητα που ζούμε.
Όταν μπήκα στον «κλειστό κόσμο» του σπιτιού του Οnassis AiR, είχα ήδη αρχίσει να βιώνω τα συμπτώματα της νέας «ασθένειας». Με το άγχος, την κούραση και την ανησυχία να καταλαμβάνουν κυρίαρχη θέση. Σε μια προσπάθεια να διατηρήσω την επίγνωση της εαυτής μου –αυτό που θεωρούσα τότε επίγνωση– συνέχιζα να διαχωρίζω το δικό μου συνεχές παρόν σε ώρες –κυρίως ώρες εργασίας– και, παρ’ όλ’ αυτά, μου έλειπε χρόνος. Καθώς σιγά σιγά άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον κίνδυνο της φυσικής και ψυχολογικής κατάρρευσης, συνειδητοποιούσα ολοένα και περισσότερο ότι το «πάθος» μου για δουλειά είχε γίνει μια «συνήθεια»[1][1] που έπρεπε να εγκαταλείψω. Αλλά τι πρέπει να κάνεις για να ανατρέψεις αυτό που συνηθίζεις να κάνεις; Το σπίτι του Οnassis AiR, απ’ όπου θα μπορούσα να συνεχίσω να αντιμετωπίζω την καθημερινή μου πραγματικότητα από θέση «ασφάλειας», έμοιαζε ο ιδανικός τόπος για ένα διάλειμμα – τρεις μήνες είναι άλλωστε αρκετοί. Ξεκινώντας το πρόγραμμα, ήδη σκεφτόμουν ένα τέλος. Μια διαφορετική έννοια του χρόνου, που είχα στο χέρι μου.
Το αποκαλώ «σπίτι», όπως όλοι το αποκαλούσαμε ήδη από τις πρώτες μέρες. «Σαν στο σπίτι μας»: είναι ίσως ο μόνος και ο καλύτερος τρόπος να περιγράψουμε τι συνέβη κατά τη διάρκεια της τρίμηνης παραμονής μας σ’ αυτόν τον νεοσύστατο χώρο. Ίσως επειδή το να συνηθίσεις σε ένα καινούριο μέρος, να το κατοικήσεις και να ανταποκριθείς στις ανάγκες της καθημερινής του συντήρησης, είναι μια από τις πρώτες συναντήσεις που μπορεί να έχει κανείς με το πέρασμα του χρόνου και την ενδεχόμενή του κατάρρευση. Έτσι βιώνεις τον χρόνο στην αληθινή του μορφή, δηλαδή ως κίνηση στον χώρο μέσω του σώματος.
Ήταν πράγματι μέσα από την πολλαπλότητα των σωμάτων που κινούνταν στον χώρο που κατάφερα να περάσω τον χρόνο μου εκεί διαφορετικά. Εμείς –μια διεπιστημονική ομάδα από αγνώστους– συναντηθήκαμε υπό την σκέπη του σπιτιού του Οnassis AiR για να κάνουμε μια παύση, να ξανασκεφτούμε τι κάνουμε και πώς το κάνουμε, και τελικά να επανατοποθετήσουμε τους εαυτούς μας και τις πρακτικές μας. Είχαμε έναν κοινό στόχο, που ανταποκρινόταν στις ανάγκες του καθένα και της καθεμιάς. Πώς λοιπόν συνεργαζόμαστε παρά τις διαφορές μας; Πώς μπορούμε να δουλέψουμε διαφορετικά; Έχοντας την ανάγκη να εκπληρώσουμε τους ρόλους που είχαμε ήδη αποδώσει στους εαυτούς μας κατά την είσοδο στο σπίτι –εικαστικός, επιμελήτρια, περφόρμερ, σκηνοθέτης, μουσικός– βρεθήκαμε να επαναλαμβάνουμε τις ίδιες ακριβώς συνήθειες από την προηγούμενή μας (εργασιακή) ζωή. Για να δουλέψουμε όμως διαφορετικά, χρειάζεται να φανταστούμε έναν νέο τρόπο να είμαστε. «Είναι δυνατό να συλλάβουμε μια (μικρή) ομάδα χωρίς Τέλος; Θα μπορούσε μια τέτοια ομάδα να είναι βιώσιμη;»[2][2] αναρωτιέται ο Roland Barthes και εξηγεί ότι μια κοινότητα εδραιώνει την ιδιότητά της ως τέτοια όταν παύσει να ανταποκρίνεται σε εξωτερικά γεγονότα.
Αυτό το νέο μέρος καθημερινής συμβίωσης, ερμητικό αλλά πολυσχιδές, με ένα συχνά εξαντλητικό πρόγραμμα δραστηριοτήτων, το «σπίτι» μας, μας αγκάλιασε βαθμιαία –μαζί με τις «ιδιορρυθμίες» μας– δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ανάδυσης ενός άλλου είδους κοινότητας. Ενός είδους στο οποίο ο προσωπικός ρυθμός του καθενός συνυπήρχε με τον ρυθμό της συλλογικότητας, όπου η κοινή εμπειρία των διαφορετικών οντοτήτων επέτρεπε την μοναδικότητα του ατομικού να συναντήσει την πολλαπλότητα του συλλογικού. Η «ιδιόρρυθμη ομάδα» του Barthes κατέστη δυνατή, έστω και για λίγο. Αμφισβητήσαμε τις προσωπικές και συλλογικές μας ταυτοποιήσεις, ενώ ασκήσαμε τη συλλογική μας σκέψη για να φτάσουμε στη στιγμή της ανακάλυψης καινούργιων τόπων (Μανώλης Τσίπος, FeedbackMethod Workshop). Ενώ θέσαμε «θέματα» στους εαυτούς μας για να δοκιμάσουμε το όριο μεταξύ του πριν και του μετά (Ant Hampton και Christophe Meierhans, The Thing Automatic Workshop). Ενώ μετατρέψαμε τους εαυτούς μας σε καβούρια που αποβάλλουν το κέλυφός τους και εκθέτουν το δέρμα τους στην εμπειρία των αισθήσεών μας (Raed Yassin, Intensive Month). Ενώ συντονιστήκαμε με τις τονικότητες της ανάσας μας (Irena Tomažin, Voice Workshop). Ενώ ζυμωθήκαμε (Markus Shimizu, Workshop on Fermentation). Ενώ αγγίξαμε τη γλώσσα και την αφήσαμε να μας αγγίξει (Ιωάννα Γερακίδη, Theory Workshop). Ενώ κολλήσαμε σε μια «κλινική ξεκολλήματος» (Mark Leckey). Μέχρι που τελικά ήρθαμε αντιμέτωποι με το παράδοξο: ότι το να συνηθίσουμε στο νέο χρονικό πλαίσιο που θέσαμε στους εαυτούς μας συνίσταται στο να συνηθίσουμε να μη συνηθίζουμε. Μέσα και πέρα από τις ενσώματες και χωρικές μας ταυτοποιήσεις, αυτό που βιώσαμε μαζί δεν ήταν τίποτα άλλο από τον ίδιο τον χρόνο. Επαναδημιουργώντας τους εαυτούς μας ώστε να μην «είμαστε» ποτέ, αλλά πάντα να «γινόμαστε».
[1] «Οι συνήθειες είναι εκείνες οι πρακτικές σκέψης και δράσης μέσω των οποίων επικοινωνούμε ενσώματα με το περιβάλλον μας, πρακτικές που διαφεύγουν της ορθολογικής μας ανάλυσης. Αποτελούν μαθημένες χειρονομίες, ρυθμούς ή στάσεις του σώματος που ενσωματώνονται σε έναν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Επομένως, οι συνήθειες διαμορφώνουν την πολιτική ταυτότητα των σωμάτων μας και είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις κοσμοθεωρίες και τη γνώση που επιτελούμε συνειδητά και ασυνείδητα. Γνωρίζουμε πόσο δύσκολο είναι να αντιληφθούμε μια συνήθεια, πόσο μάλλον να την ξεφορτωθούμε, και εκεί βρίσκεται το πρόβλημα». Binna Choi και Annette Krauss, “Afterword: Have you had a productive Day”, στο “Unlearning Exercises: Art Organisations as Sites for Unlearning”,σ. 171, Valiz: Άμστερνταμ, 2018.
[2] Roland Barthes, “Homeostasis”, στο “HOW TO LIVE TOGETHER? Novelistic Simulations of some everyday spaces”, σ.47. About the citation, I am not sure about the year. Again for the citation I am not sure about the year, publishing house etc.