Maja S. K. Ratkje
Φωτογραφία: Ellen Lande Gossner
Η συνθέτρια και ερμηνεύτρια Maja S. K. Ratkje βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της μουσικής πρωτοπορίας. Παρά την τόλμη και την πρωτοτυπία της, η μουσική της αποσκοπεί στο μοίρασμα. Στην καρδιά της μουσικής της έγκειται η ίδια η φωνή της, μια ανοιχτή θύρα στην ιδιαίτερη μουσικότητά της και ένα σταθερό εργαλείο για επανευθυγράμμιση του έργου της με φυσικές εκφράσεις και ανθρώπινες αλήθειες.
Ο Karlheinz Stockhausen, ο Olivier Messiaen και ο Arne Nordheim ήταν αυτοί που γοήτευσαν με το έργο τους τη Ratkje κατά τη διάρκεια των σπουδών της. Έπαιξε με ένα παραδοσιακό σύνολο ινδονησιακής μουσικής gamelan, συνεργάστηκε με τον πειραματιστή περκασιονίστα Paal Nilssen-Love και συμμετείχε στο σχήμα SPUNK ως βοκαλίστα, μια κίνηση που επρόκειτο να έχει διαρκή αντίκτυπο στην καθημερινή της δημιουργικότητα. Η εξερεύνηση των ηχοχρωματικών χαρακτηριστικών της φωνής της την οδήγησε να την εντάξει στη συνθετική διαδικασία. Το 2002 κυκλοφόρησε το άλμπουμ “Voice”, έναν κατάλογο μέχρι πρότινος ανεξερεύνητων τεχνικών φωνητικής παραγωγής αναμειγμένων με ηλεκτρονικά, που της απέφερε τη βράβευση με το Prix Ars Electronica. Η εξερεύνηση της φωνής ως οργάνου έφτασε σε σημείο ωριμότητας στο «Κοντσέρτο για φωνή» (2004), που γράφτηκε μετά από ανάθεση του Radio France. Η μουσική της Ratkje περιλαμβάνει συχνά έντονες αντιθέσεις, κυρίως σε ό,τι αφορά την επίτευξη ισορροπίας και κινητικής δράσης παρά στη δημιουργία σοκ ή εντυπωσιασμού. Η ικανότητά της να διαχειρίζεται ετερόκλητο υλικό είναι εξίσου εμφανής με τη φροντίδα και την αυτοσυγκράτηση που επιδεικνύει απέναντι σε αυτό το υλικό. «Η φόρμα είναι η πιο σημαντική πτυχή της σύνθεσης και ο λόγος που θεωρώ τον εαυτό μου συνθέτρια» είχε πει κάποτε η ίδια. Παρότι πολλές από τις συνθέσεις της είναι γραμμένες σε παρτιτούρα, αρκετές επίσης ξεπερνούν τα όρια της παραδοσιακής σημειογραφίας επιδιώκοντας μεγαλύτερη ακρίβεια και ελευθερία. Ορισμένες αποκαλύπτουν το DNA της ως ερμηνεύτριας και αυτοσχεδιάστριας μουσικού, ενώ άλλες πάλι ζητούν από τους ερμηνευτές να αυτοσχεδιάσουν ή να δημιουργήσουν οι ίδιοι υλικό. Η μουσική της την έχει συνδέσει κατά καιρούς με τη νορβηγική ταυτότητα και πολιτική (“Ro-Uro”, 2014), με την αγαπημένη της ιαπωνική κουλτούρα (“gagaku variations”, 2002), με παιδιά ηλικίας κάτω των τριών ετών (“Høyt oppe i fjellet”, 2011) και με όργανα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, όπως είναι το σύνολο από βιόλες ντα γκάμπα [viol consort] (“River Mouth Echoes”, 2008) και το μεγαλύτερο στον κόσμο σύστημα από φορητές ντουντούκες (“Desibel”, 2009).
Το έργο “Waves IIb” της Ratkje βραβεύτηκε με το περίβλεπτο Edvard Prize της Νορβηγίας και στη συνέχεια τιμήθηκε επίσης από την UNESCO και το Διεθνές Πόντιουμ Συνθετών στο Παρίσι. Η Ratkje ήταν η πρώτη νικήτρια του Arne Nordheim Prize και το 2013 ήταν υποψήφια του Μουσικού Βραβείου του Συμβουλίου Σκανδιναβικών Χωρών. Έχει διατελέσει φιλοξενούμενη συνθέτρια σε αναρίθμητους οργανισμούς και φεστιβάλ, έχει συμμετάσχει σε περισσότερα από εκατό άλμπουμ και έχει γράψει τη μουσική για χορευτικά και ραδιοφωνικά έργα, καθώς και για εικαστικές εγκαταστάσεις. Είναι μέλος της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου.