Ο καθηγητής φιλοσοφίας και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Ωνάση, Simon Critchley γράφει στη New York Times για τον κόσμο μετά τον David Bowie
«Ο Bowie θα ζει όσο υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν ότι δεν χωράνε στον κόσμο, που νιώθουν σαν απλά να έπεσαν στη γη». Στο τελευταίο του άρθρο στη New York Times, ο καθηγητής φιλοσοφίας Simon Critchley, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Ωνάση, εξερευνά την κληρονομιά του Bowie στον σύγχρονο δυστοπικό κόσμο, 5 χρόνια μετά το τελευταίο του ταξίδι στ’ άστρα.
O David Bowie πέθανε στις 10 Ιανουαρίου 2016, μόλις 48 ώρες αφού έκλεισε τα 69. Πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, αυτός ο δυστοπικός κόσμος τον οποίο περιέγραφε μέσα από τη μουσική και τους στίχους του, μοιάζει πιο αληθινός από ποτέ. Όμως, τότε ίσως μπορεί και να μας δείξει τον δρόμο για να ξεφύγουμε από αυτόν.
Ενσωματωμένα Πολυμέσα
Αν επιθυμείτε να δείτε αυτό το υλικό, παρακαλούμε να προσαρμόσετε τις ρυθμίσεις των cookies σας επιλέγοντας τις κατηγορίες Επίδοσης και Στόχευσης. Τα δεδομένα σας ενδέχεται να μεταφερθούν σε υπηρεσίες τρίτων μέσων όπως τα YouTube, Vimeo, SoundCloud και Issuu.
«Τα πάντα έγιναν χίλια κομμάτια μετά τον θάνατο του David Bowie.
Πέντε χρόνια μετά, ο δυστοπικός αυτός κόσμος στον οποίο μας ταξιδεύει μέσα από τη μουσική του, μοιάζει να είναι πιο κοντά από ποτέ. Η συνολική αίσθηση ενός παραφορτωμένου κόσμου, η ανυπόφορη πίεση της πραγματικότητας, μας προκαλεί ένα αίσθημα πως αυτό όλο δεν είναι πραγματικό. Η αισθητή εθραυστότητα της ταυτότητας μας οδηγεί στην απόσυρση από τον κόσμο, στην απομόνωση, το μοναχικό μέρος με κατοίκους τους ψηφιακούς «άλλους», κάποια avatars και μερικές καρικατούρες. Εκεί που οι συνομωσίες προσπαθούν να γεμίσουν το κενό της αίσθησης.
Ο μόνος τρόπος να επιβιώσουμε σε αυτόν τον κόσμο, είναι με το να μην το αφήσουμε να εισχωρήσει στο σπίτι μας και κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο και τις οθόνες μας ύποπτα, νιώθοντας μοναξιά και λαχτάρα για αγάπη. Κάποιος μπορεί να πιστεύει ότι αυτός είναι ένας κόσμος στον οποίο ο Bowie θα αισθανόταν σαν στο σπίτι του.»
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του Simon Critchley στη New York Times.