Αφορμή γι’ αυτό το έργο ήταν η διερώτηση για το πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η οργανωμένη ανθρώπινη κίνηση ως αφηγηματικό μέσο σε μια κινηματογραφική ταινία. Ο κινηματογράφος χρησιμοποιεί ως επί το πλείστον εικόνες και διαλόγους για το ξεδίπλωμα της αφήγησης, επομένως η «αφαίρεση» του διαλόγου υπήρξε μια πρόκληση για την έρευνα μου.

Επιθυμώντας να πειραματιστώ με τα υλικά τόσο του κινηματογράφου όσο και του χορού, προσπάθησα να επινοήσω μια νέα αφηγηματική προσέγγιση, βασισμένη στην παρατήρηση και στην πρακτική εφαρμογή της ανθρώπινης κίνησης. Στόχος ήταν να αναδειχτεί και να συστηματοποιηθεί ο τρόπος καταγραφής των –συχνά ανεπαίσθητων– αλλαγών που αποτελούν αυτό που αποκαλούμε σωματική γλώσσα. Ως μέσο, ο κινηματογράφος διαθέτει αυτά τα εργαλεία με τα οποία μπορεί κανείς να διεισδύσει σε πραγματικά πολύ λεπτές αποχρώσεις της σωματικής έκφρασης.

Το σενάριο της ταινίας είναι δομημένο με τη μορφή χορογραφικής γραφής. Δηλαδή δεν χρησιμοποιείται η τυπική φόρμα συγγραφής ενός σεναρίου, αλλά μάλλον η προσωπική μορφή σκαριφημάτων, ιδεών και αισθήσεων που εξυπηρετούν τη χορογραφία και αναδεικνύονται από τα ίδια τα σώματα και την κίνηση τους. Η αρχή του αυτοσχεδιασμού αποτέλεσε θεμέλιο του σεναριακού και δραματουργικού κόσμου που χτίστηκε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Τα πλάνα που είχαν ενδιαφέρον ή εξυπηρετούσαν τη δραματουργία προβάρονταν διεξοδικά μέχρι το επιθυμητό αποτέλεσμα.