Στέφανος Λεβίδης: Βιότοποι φαντάσματα
Το πρότζεκτ «Βιότοποι φαντάσματα» είναι μια συνεχιζόμενη χωρική και οπτική διερεύνηση των διαχρονικών ιστοριών διασυνοριακής βίας στο τριεθνές φυσικό πάρκο των Πρεσπών, στα σύνορα της Ελλάδας, της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας. Το έργο διερευνά κυρίως τη χρήση κάμερας κυνηγιού ως κινηματογραφικό μέσο για την καταγραφή των φαντασμάτων της κρατικής βίας στο πάρκο. Μέσα από τις εμφανίσεις ζώων στις κάμερες, καθώς πρόκειται για ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται τόσο από τους οικολόγους όσο και τους συνοριοφύλακες, το έργο εξετάζει την εμπλοκή μεταξύ φύσης, πολιτισμού και τεχνολογίας στις συνοριακές ζώνες και διερευνά τον ρόλο που διαδραματίζουν μη άνθρωποι –ζώα, δασικές κοινότητες και μεταβολές στις μετεωρολογικές συνθήκες– ως μάρτυρες βίαιων, αλλά σταδιακών, συνοριακών διαδικασιών. Τα ζώα στην οθόνη συνοδεύονται από τρισδιάστατες σαρώσεις ερειπωμένων χωριών της περιοχής που παλαιότερα κατοικούνταν από εθνικές μειονότητες που αναγκάστηκαν να εξοριστούν, καθώς και οχυρών θέσεων από τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο που εξακολουθούν να υπάρχουν στις κορυφογραμμές των βουνών. Οι τεχνολογίες τρισδιάστατης απεικόνισης καταγράφουν εδώ χώρους που έχουν υποστεί διακριτική, λεγόμενη και "φυσική", διαγραφή και δημιουργούν ένα ψηφιακό αρχαιολογικό αντί-αρχείο της περιοχής. Το υλικό που προβάλλεται στην οθόνη συνοδεύεται από μια συλλογή αντικειμένων που έχουν βρεθεί εκεί, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει το Herbarium Besfinense, ένα φυτολόγιο με δείγματα από το νεαρό δάσος που αναπτύσσεται μέσα στα ερείπια της εκκλησίας ενός από αυτά τα χωριά.
Το «Βιότοποι φαντάσματα» είναι μια χωρική και οπτική έρευνα για τις διαχρονικές ιστορίες διασυνοριακής βίας στο τριεθνές φυσικό πάρκο των Πρεσπών, στα σύνορα της Ελλάδας, της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας. Το έργο ασχολείται με τη χρήση της κάμερας κυνηγιού ως κινηματογραφικού μέσου για την ανάδειξη των διασυνδέσεων μεταξύ φύσης, πολιτισμού και τεχνολογίας στις συνοριακές ζώνες και για την καταγραφή των φαντασμάτων της κρατικής βίας και των διαδικασιών οικολογικής εξάλειψης στις Πρέσπες. Οι εμφανίσεις των ζώων που ενεργοποιούν τις κάμερες κυνηγιού ανιχνεύουν τον ρόλο που διαδραματίζουν οι μη άνθρωποι –τα ζώα, οι δασικές κοινότητες και οι μεταβολές των μετεωρολογικών συνθηκών– στη μαρτυρία βίαιων, αλλά σταδιακών, συνοριακών διαδικασιών.
Το πρότζεκτ ξεκίνησε πριν από μερικά χρόνια ως μέρος της διδακτορικής μου διατριβής, με τίτλο “Border Natures”. Όπως συμβαίνει συχνά με το έργο που αναπτύσσεται σε κρίσιμα ακαδημαϊκά πλαίσια, πρόκειται για μια ανοιχτή έρευνα που καθοδηγείται από την περιέργεια και την επιθυμία για πειραματισμό με τη μορφή και τη μέθοδο, και ως εκ τούτου εκτείνεται προς διάφορες κατευθύνσεις και καταπιάνεται με διαφορετικά αναπαραστατικά εργαλεία. Ξεκίνησα το πρόγραμμα του Onassis AiR με την ελπίδα να χρησιμοποιήσω τον χρόνο, τους πόρους και το πλαίσιο που προσφέρει για να τιθασεύσω το πρότζεκτ και να το «συσκευάσω» σε ένα τελικό αποτέλεσμα – σε ένα καλλιτεχνικό «έργο». Από νωρίς όμως κατά τη διάρκεια του προγράμματος, αντιλήφθηκα ότι αυτό ήταν ένα υπερβολικά φιλόδοξο σχέδιο. Αντιθέτως, όσο ξέθαβα το υλικό που είχε παραμείνει αδρανές για μερικά χρόνια, τόσο πιο ατίθασο μου φαινόταν και τόσο πιο δύσκολο ήταν να το διυλίσω σε ένα και μόνο «έργο». Έπρεπε να πάρει διάφορες μορφές, και κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εφικτό στην τρίμηνη διάρκεια του προγράμματος, η οποία συνέπιπτε και με άλλες εντατικές εργασιακές υποχρεώσεις από μέρους μου.
Το πρόγραμμα, ωστόσο, με βοήθησε να κατανοήσω καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να εξελιχθεί το πρότζεκτ. Έχοντας εκθέσει μόνο αποσπάσματα του “Ghost Habitats” στο παρελθόν, η δομή του Open Day με ώθησε να σκεφτώ πώς θα ήθελα να παρουσιαστεί και να σχεδιάσω το αρχικό στήσιμο για ένα εκθεσιακό έργο. Βλέποντάς το εκτεθειμένο στον χώρο και παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο το κοινό αλληλεπιδρούσε με αυτό, μου επέτρεψε να καταλάβω ποια στοιχεία της έρευνας λειτουργούν μαζί και ποια είναι αυτά που δεν ταιριάζουν το ένα με το άλλο ή με τη μορφή μιας έκθεσης γενικότερα. Ανεξάρτητα από το πόσο ικανοποιητική ήταν σαν εμπειρία, αυτή η πρώτη απόπειρα να φέρω σε επαφή διαφορετικά υλικά μού φάνηκε λίγο βεβιασμένη. Ήταν προφανές ότι το έργο ήταν κορεσμένο με πληροφορίες και έπρεπε είτε να χωριστεί σε μεμονωμένα, μικρότερα κομμάτια είτε να εκτεθεί διαφορετικά ως προς τη χωρική του διάταξη. Από τις συζητήσεις με το κοινό και την ομάδα των καλλιτεχνών του Onassis AiR προέκυψαν ενδιαφέροντα σχόλια σχετικά με το πρότζεκτ και τον τρόπο έκθεσής του, ενώ άγγιξαν επίσης θέματα που βρίσκονται κοντά στον εννοιολογικό πυρήνα της έρευνας και σχετίζονται με πολύπλοκα ηθικά ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας και επιμελητικών αποφάσεων σε σχέση με την επεξεργασία υλικού που παράγεται μαζί με μη ανθρώπινα όντα.
Χρησιμοποίησα επίσης το πρόγραμμα ως ευκαιρία για να εξελίξω ορισμένες πτυχές της δουλειάς μου που είχα μέχρι τότε αναπτύξει μόνο μέχρι το στάδιο του proof-of-concept. Το υλικό από τις κάμερες κυνηγιού στις τρεις οθόνες συνοδευόταν από το animation ενός φωτογραμμετρικού (τρισδιάστατης σάρωσης) μοντέλου του παρακμάζοντος χωριού Σφήκα/Μπέσφινα, το οποίο παλαιότερα κατοικούνταν από εθνικές μειονότητες που οδηγήθηκαν στην εξορία μετά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο του 1945-1949. Το animation και η μοντελοποίηση αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του Onassis AiR με τη βοήθεια της Γεωργίας Σκαρτάδου, με βάση φωτογραφίες από drone που τραβήχτηκαν στο πεδίο από τη Μαριάννα Μπίστη κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 2019. Οι τεχνολογίες τρισδιάστατης απεικόνισης χρησιμοποιήθηκαν εδώ για την καταγραφή ενός χώρου που υπόκειται σε μια διαδικασία αργής αλλά εσκεμμένης διαγραφής και για τη δημιουργία ενός ψηφιακού αρχαιολογικού αντί-αρχείου ενός χωριού που, αργά αλλά σταθερά, καταλαμβάνεται από το δάσος.
Στο Open Day ήταν η πρώτη φορά που παρουσίασα μια απτή εκδοχή του “Herbarium Besfinense”, μιας χλωριδικής έρευνας των φυτικών τύπων που αναπτύσσονται μέσα σε αυτό το δάσος που τώρα απλώνεται στα ερείπια του χωριού. Το φυτολόγιο, που συγκροτήθηκε και συμπιέστηκε σε συνεργασία με τον βοτανολόγο Φανούριο-Νικόλαο Σακελλαράκη, περιέχει 33 ταξινομικές κατηγορίες φυτών που συλλέχθηκαν μέσα στους άσκεπους τοίχους της πρώην εκκλησίας του χωριού του Αγίου Αθανασίου. Αργότερα έγραψα ένα κείμενο για το χωριό και την εκκλησία για τον κατάλογο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με τίτλο «Φαντάσματα». Συνολικά το Onassis AiR Tailor-made Fellowship με παρακίνησε να επανενεργοποιήσω το πρότζεκτ και, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, να αρχίσω να το συμπεριλαμβάνω σε παρουσιάσεις, διαλέξεις και περφόρμανς που αποτελούν σημαντικό μέρος της κριτικής χωρικής και εκπαιδευτικής μου πρακτικής.
Στο μέλλον θέλω να συνεχίσω να αναπτύσσω το έργο σε διάφορες μορφές, μεταξύ των οποίων ελπίζω να περιλαμβάνεται μια εγκατάσταση που θα βασίζεται στη μορφή της παρουσίασής μου στο Open Day, μια επιτελεστική διάλεξη και –κάτι πιο φιλόδοξο– ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους.