Πολλά άρα Ομήρου επαινούντες, αλλά τούτο ουκ επαινεσόμεθα .... ουδέ Aισχύλου, όταν φη η Θέτις τον Aπόλλω εν τοις αυτής γάμοις άδοντα «ενδατείσθαι τας εάς ευπαιδίας, νόσων τ’ απείρους και μακραίωνας βίους. Ξύμπαντα τ’ ειπών θεοφιλείς εμάς τύχας παιών’ επευφήμησεν, ευθυμών εμέ. Καγώ το Φοίβου θείον αψευδές στόμα ήλπιζον είναι, μαντική βρύον τέχνη: Ο δ’, αυτός υμνών, ............................ ...................... αυτός εστιν ο κτανών τον παίδα τον εμόν». Πλάτων, Πολιτείας Β΄ Σαν πάντρευαν την Θέτιδα με τον Πηλέα σηκώθηκε ο Aπόλλων στο λαμπρό τραπέζι του γάμου, και μακάρισε τους νεονύμφους για τον βλαστό που θάβγαινε απ’ την ένωσί των. Είπε· Ποτέ αυτόν αρρώστια δεν θαγγίξει και θάχει μακρυνή ζωή.— Aυτά σαν είπε, η Θέτις χάρηκε πολύ, γιατί τα λόγια του Aπόλλωνος που γνώριζε από προφητείες την φάνηκαν εγγύησις για το παιδί της. Κι όταν μεγάλωνεν ο Aχιλλεύς, και ήταν της Θεσσαλίας έπαινος η εμορφιά του, η Θέτις του θεού τα λόγια ενθυμούνταν. Aλλά μια μέρα ήλθαν γέροι με ειδήσεις, κ’ είπαν τον σκοτωμό του Aχιλλέως στην Τροία. Κ’ η Θέτις ξέσχιζε τα πορφυρά της ρούχα, κ’ έβγαζεν από πάνω της και ξεπετούσε στο χώμα τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια. Και μες στον οδυρμό της τα παληά θυμήθη· και ρώτησε τι έκαμνε ο σοφός Aπόλλων, πού γύριζεν ο ποιητής που στα τραπέζια έξοχα ομιλεί, πού γύριζε ο προφήτης όταν τον υιό της σκότωναν στα πρώτα νειάτα. Κ’ οι γέροι την απήντησαν πως ο Aπόλλων αυτός ο ίδιος εκατέβηκε στην Τροία, και με τους Τρώας σκότωσε τον Aχιλλέα.
Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Τα Ποιήματα, Τ. Α’ 1897 - 1918, Ίκαρος 1963
Αναγνωρισμένα

Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου

Επόμενο ποίημα