Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω
μοιάζει σαν να χαμογελά το πρόσωπό του,
το έμορφο, λεπτό του πρόσωπο,
αυτός είν’ ο Οροφέρνης Aριαράθου.

Παιδί τον έδιωξαν απ’ την Καππαδοκία,
απ’ το μεγάλο πατρικό παλάτι,
και τον εστείλανε να μεγαλώσει
στην Ιωνία, και να ξεχασθεί στους ξένους.

A εξαίσιες της Ιωνίας νύχτες
που άφοβα, κ’ ελληνικά όλως διόλου
εγνώρισε πλήρη την ηδονή.
Μες στην καρδιά του, πάντοτε Aσιανός·
αλλά στους τρόπους του και στην λαλιά του Έλλην,
με περουζέδες στολισμένος, ελληνοντυμένος,
το σώμα του με μύρον ιασεμιού ευωδιασμένο,
κι απ’ τους ωραίους της Ιωνίας νέους,
ο πιο ωραίος αυτός, ο πιο ιδανικός.

Κατόπι σαν οι Σύροι στην Καππαδοκία
μπήκαν, και τον εκάμαν βασιλέα,
στην βασιλεία χύθηκεν επάνω
για να χαρεί με νέον τρόπο κάθε μέρα,
για να μαζεύει αρπαχτικά χρυσό κι ασήμι,
και για να ευφραίνεται, και να κομπάζει,
βλέποντας πλούτη στοιβαγμένα να γυαλίζουν.
Όσο για μέριμνα του τόπου, για διοίκησι —
ούτ’ ήξερε τι γένονταν τριγύρω του.

Οι Καππαδόκες γρήγορα τον βγάλαν·
και στην Συρία ξέπεσε, μες στο παλάτι
του Δημητρίου να διασκεδάζει και να οκνεύει.

Μια μέρα ωστόσο την πολλήν αργία του
συλλογισμοί ασυνείθιστοι διεκόψαν·
θυμήθηκε που απ’ την μητέρα του Aντιοχίδα,
κι απ’ την παληάν εκείνη Στρατονίκη,
κι αυτός βαστούσε απ’ την κορώνα της Συρίας,
και Σελευκίδης ήτανε σχεδόν.
Για λίγο βγήκε απ’ την λαγνεία κι απ’ την μέθη,
κι ανίκανα, και μισοζαλισμένος
κάτι εζήτησε να ραδιουργήσει,
κάτι να κάμει, κάτι να σχεδιάσει,
κι απέτυχεν οικτρά κι εξουδενώθη.

Το τέλος του κάπου θα γράφηκε κ’ εχάθη·
ή ίσως η ιστορία να το πέρασε,
και, με το δίκιο της, τέτοιο ασήμαντο
πράγμα δεν καταδέχθηκε να το σημειώσει.

Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω
μια χάρι αφήκε απ’ τα ωραία του νειάτα,
απ’ την ποιητική εμορφιά του ένα φως,
μια μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας,
αυτός είν’ ο Οροφέρνης Aριαράθου.

Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Τα Ποιήματα, Τ. Α’ 1897 - 1918, Ίκαρος 1963
Μεταφρασεις σε αλλες γλωσσες
Este que en la tetradracma parece iluminar su rostro con una sonrisa, su hermoso, fino rostro, éste es Orofernes, hijo de Ariarates. De niño lo expulsaron de Capadocia, del gran palacio de su padre, y a crecer lo mandaron a Jonia, en medio de gente extranjera olvidado. ¡Ah, noches maravillosas de Jonia! donde sin miedos y por completo a la griega conoció la plenitud del placer. En su corazón, siempre asiático; pero griego en sus modales y lengua, ornado de turquesas, vestido a la griega, ungido su cuerpo con aroma de jazmín y, entre los hermosos jóvenes de Jonia, el más hermoso, él, el más ideal. Luego, cuando entraron los sirios en Capadocia y lo hicieron rey, se volcó en su realeza por gozar cada día de un modo nuevo, por amasar con avidez oro y plata, por deleitarse y envanecerse viendo brillar apiladas sus riquezas. En cuanto al cuidado del país y del gobierno, ignoraba lo que en torno suyo sucedía. Los capadocios pronto lo echaron y se refugió en Siria, en el palacio de Demetrio a divertirse y vaguear. Un día, sin embargo, insólitos pensamientos irrumpieron su ocio prolongado; recordó que por su madre Antióquide y por aquella vetusta Estratonice llevaba él sangre de la casa real de Siria y que casi era un Seléucida. Se apartó por poco tiempo de la lascivia y la embriaguez, y torpemente, medio aturdido, intentó maquinar algo, hacer algo, planear alguna cosa, pero fracasó miserablemente y fue aniquilado. Su fin quizá se escribió en alguna parte y se perdió; o igual la historia lo pasó por alto y, con razón, existencia tan inane no estimara oportuno consignarla. Este que en la tetradracma dejó la impronta de su hermosa juventud, una luz de su poética belleza, el recuerdo sensual de un muchacho de Jonia, es Orofernes, hijo de Ariarates.
Cavafis, C. (2023). Ciento cincuenta y cuatro poemas (P. Bádenas de la Peña, traducción e introducción). UMA Editorial.
Αναγνωρισμένα

Όσο Mπορείς

Επόμενη ποίημα