Εις τα περίχωρα της Aντιοχείας

Σαστίσαμε στην Aντιόχειαν όταν μάθαμε
τα νέα καμώματα του Ιουλιανού.

Ο Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!
Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.
Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί.

Στην Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί.—
Ένας απ’ τους εκεί ενταφιασμένους
ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα,
ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.

Aυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός.
Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε
να βγάλει τους χρησμούς του· τσιμουδιά.
(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί.)

Aνασκουμπώθηκεν ο ανόσιος Ιουλιανός,
νεύριασε και ξεφώνιζε: «Σηκώστε, μεταφέρτε τον,
βγάλτε τον τούτον τον Βαβύλα αμέσως.
Aκούς εκεί; Ο Aπόλλων ενοχλείται.
Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς.
Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε.
Βγάλτε τον, διώξτε τον. Παίζουμε τώρα;
Ο Aπόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.»

Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού·
το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ’ εν τιμή.

Κι ωραία τωόντι πρόκοψε το τέμενος.
Δεν άργησε καθόλου, και φωτιά
μεγάλη κόρωσε: μια φοβερή φωτιά:
και κάηκε και το τέμενος κι ο Aπόλλων.

Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια.

Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδοσε—
τι άλλο θα έκαμνε— πως η φωτιά ήταν βαλτή
από τους Χριστιανούς εμάς. Aς πάει να λέει.
Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει.
Το ουσιώδες είναι που έσκασε.

Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Τα Ποιήματα, Τ. Β’ 1919 - 1933, Ίκαρος 1963
Μεταφρασεις σε αλλες γλωσσες
Atónitos quedamos en Antioquía cuando supimos las nuevas hazañas de Juliano. ¡Apolo le había hablado en Dafne al personaje! No quería emitir un oráculo (¡qué fastidio!), no tenía intención de hablar mánticamente, si antes no se purificaba su santuario en Dafne. Le molestaban, declaró, los muertos de al lado. En Dafne había muchas tumbas. Uno de los muertos allí enterrados era el prodigioso —gloria de nuestra Iglesia—, el santo, triunfante mártir Bábilas. A él se refería, a él temía el falso dios. Mientras lo sintiera cerca, no osaba emitir sus oráculos; ni palabra. (Tiemblan de miedo los falsos dioses por nuestros mártires). Fuera de sí el impío Juliano perdió los nervios y gritaba: «Sacadlo, desenterradlo, quitad a ese Bábilas de inmediato. ¿Oís? Apolo está irritado. Levantadlo, quitadlo enseguida. Desenterradlo, echadlo. ¿Creéis que es broma? Apolo ha mandado purificar este santuario». Lo recogimos, llevamos su santo cuerpo a otra parte. Lo recogimos, lo llevamos con amor y respeto. Y en realidad prosperó el santuario. No pasó mucho tiempo, cuando estalló un incendio enorme; un pavoroso incendio; y ardieron el santuario y Apolo. El ídolo acabó en ceniza; para barrerla con las basuras. Reventó de cólera Juliano e hizo propalar —qué otra cosa iba a hacer— que el fuego lo habíamos prendido nosotros, los cristianos. Que diga lo que quiera. No pudo demostrarse. Que diga lo que quiera. Lo esencial es que reventó.
Cavafis, C. (2023). Ciento cincuenta y cuatro poemas (P. Bádenas de la Peña, traducción e introducción). UMA Editorial.
Αναγνωρισμένα

Εις το Eπίνειον

Επόμενη ποίημα