Δεν ήξερεν ο βασιλεύς Κλεομένης, δεν τολμούσε — δεν ήξερε έναν τέτοιον λόγο πώς να πει προς την μητέρα του: ότι απαιτούσε ο Πτολεμαίος για εγγύησιν της συμφωνίας των ν’ αποσταλεί κι αυτή εις Aίγυπτον και να φυλάττεται· λίαν ταπεινωτικόν, ανοίκειον πράγμα. Κι όλο ήρχονταν για να μιλήσει· κι όλο δίσταζε. Κι όλο άρχιζε να λέγει· κι όλο σταματούσε. Μα η υπέροχη γυναίκα τον κατάλαβε (είχεν ακούσει κιόλα κάτι διαδόσεις σχετικές), και τον ενθάρρυνε να εξηγηθεί. Και γέλασε· κ’ είπε βεβαίως πηαίνει. Και μάλιστα χαίρονταν που μπορούσε νάναι στο γήρας της ωφέλιμη στην Σπάρτη ακόμη. Όσο για την ταπείνωσι — μα αδιαφορούσε. Το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός να νοιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός· όθεν κ’ η απαίτησίς του δεν μπορούσε πραγματικώς να ταπεινώσει Δέσποιναν Επιφανή ως αυτήν· Σπαρτιάτου βασιλέως μητέρα.
Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Τα Ποιήματα, Τ. Β’ 1919 - 1933, Ίκαρος 1963
Αναγνωρισμένα

Εν τη Oδώ

επόμενο ποίημα