Η ώρα μια την νύχτα θάτανε, ή μιάμισυ. Σε μια γωνιά του καπηλειού· πίσω απ’ το ξύλινο το χώρισμα. Εκτός ημών των δυο το μαγαζί όλως διόλου άδειο. Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε. Κοιμούντανε, στην πόρτα, ο αγρυπνισμένος υπηρέτης. Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ, που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις. Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν — πολλά δεν ήσαν γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας. Σάρκας απόλαυσις ανάμεσα στα μισοανοιγμένα ενδύματα· γρήγορο σάρκας γύμνωμα — που το ίνδαλμά του είκοσι έξι χρόνους διάβηκε· και τώρα ήλθε να μείνει μες στην ποίησιν αυτή.
Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Τα Ποιήματα, Τ. Β’ 1919 - 1933, Ίκαρος 1963
Αναγνωρισμένα

Νέοι της Σιδώνος (400 μ.X.)

Επόμενο ποίημα