Της Βρούγκου η μητρόπολις, ην πάλαι είχε κτίσει δουξ Φλαμανδός τις ισχυρός και αφειδώς προικίσει, έχει εν ωρολόγιον με αργυρούς πυλώνας όπερ δεικνύει τον καιρόν από πολλούς αιώνας. Είπε το Ωρολόγιον· «Είν’ η ζωή μου κρύα και άχρους, και σκληρά. Είναι ομοία δι’ εμέ πάσα της γης ημέρα. Παρασκευή και Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα, δεν έχουσι διαφοράν. Ζω χωρίς να ελπίζω. Η μόνη διασκέδασις, η μόνη ποικιλία είναι, εν τη μοιραία μου, πικρά μονοτονία, του κόσμου η φθορά. ΄Οτε τους δείκτας μου νωθρώς, εν μαρασμώ γυρίζω μοι φανερώνεται παντός γηίνου η απάτη. Τέλος και πτώσις πανταχού. Aτρύτου πάλης κρότοι, στόνοι βομβούσι πέριξ μου και συμπεραίνω ότι Πληγώνει πάσα ώρα μου· φονεύει η εσχάτη.» Ήκουσεν ο Aρχιερεύς τον λόγον τον αυθάδη και είπεν· «Ωρολόγιον, η γλώσσ’ αυτή απάδει εις την εκκλησιαστικήν και υψηλήν σειράν σου. Τοιαύτη σκέψις πονηρά εις την διάνοιάν σου πόθεν εισήλθεν; ω μωρά, αιρετική ιδέα! Το πνεύμα σου μ’ αχλύν πυκνήν θα περιέβαλε πολύχρονος ανία. Άλλην αποστολήν εκ του Κυρίου, των ωρών έλαβεν η χορεία. Εκάστη αναζωπυρεί· γεννά η τελευταία.»
Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης. Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983.
Αποκηρυγμένα

Αν μ’ ηγάπας

Επόμενο ποίημα