[.............................................]
«Ω σεις, οίτινες διαιτάσθε δύο
εντός ενός πυρός· αν ότε έζην
άξιος της ευνοίας σας εφάνην·
αν ήμην άξιος αυτής ολίγον
ή αρκετά, οπόταν εν τω κόσμω
τους υψηλούς έγραψα στίχους, στήτε
κ’ εις εξ υμών ας είπη πού υπήγε
χαθείς απ΄ το μέσον ν’ αποθάνη.»
[.................................................]
«Ότ’ έφυγα από την Κίρκην ήτις
με είχε κρύψει πλέον ενός έτους
εκεί πλησίον της Γαέτης — έτι
πριν ούτω την καλέση ο Aινείας —
ουδ’ η προς τον υιόν μου τρυφερότης
ουδέ το προς τον γέροντα πατέρα
σέβας, ουδ’ η αγάπη η οποία
ώφειλεν ευτυχή την Πηνελόπην
να κάμη, ηδυνήθησαν εντός μου
να υπερνικήσουν την επιθυμίαν
ην έτρεφον να αποκτήσω πείραν
του κόσμου, και της αρετής την γνώσιν
και της κακίας παρ’ ανθρώποις. Όθεν
μ’ εν πλοίον προς το υψηλόν ετράπην
πέλαγος, και μ’ εκείνους τους ολίγους
συντρόφους οίτινες με είχον μείνει.
Τας όχθας είδον αμφοτέρας μέχρι
της Ισπανίας, μέχρι του Μαρόκκου,
της Σαρδηνίας, και των άλλων νήσων
άτινας βρέχ’ η θάλασσα εκείνη.
Εγώ κ’ οι σύντροφοί μου γηρασμένοι
ήμεθα και βραδείς, ότ’ εις το μέρος
ήλθαμεν το στενόν, όπου σημεία
ο Ηρακλής έθεσεν ίνα μη τις
τολμήση άνθρωπος πέραν ν’ υπάγη.
Άφισα όπισθέν μου την Σεβίλλην
εκ δεξιών, κ’ είχον αφίσει ήδη
την Κεύταν εξ αριστερών “Σεις,” είπον,
“ω αδελφοί, οίτινες εν δεκάκις
μυρίοις κατεφθάσατε κινδύνοις
εις Εσπερίαν, δεν θα αρνηθήτε
εις το ολίγον των αισθήσεών σας
όπερ σας μένει, του ακατοικήτου
κόσμου να αποκτήσετε την πείραν
τον ήλιον ακολουθούντες. Σπόρου
σκεφθείτε ποίου είσθε. Ίνα ζήτε
ως κτήνη δεν επλάσθητε, αλλ’ ίνα
αναζητήτε αρετήν και γνώσιν.”
Έκαμα με τον σύντομόν μου λόγον
τοσούτον τους συντρόφους μου προθύμους,
ώστε δυσκόλως τότε θα ειμπόρουν
από τα πρόσω να τους αποτρέψω.
[.......................................................]
»Εφάνη προ των οφθαλμών μας όρος
θολώς, ως εκ της αποστάσεώς του,
κ’ επί τοσούτον υψηλόν μ’ εφάνη
ως αν ουδέποτε μη είδον άλλο.
Ήμεθα εύθυμοι, αλλ’ η χαρά μας
εις δάκρυα συντόμως μετετράπη.
Διότι εκ της νέας γης ηγέρθη
θύελλα και προσέβαλε του πλοίου
τα έμπροσθεν. Τρις έστρεψε το πλοίον
μεθ’ όλων των υδάτων. Την τετάρτην
φοράν εσήκωσ’ υψηλά την πρύμνην
και προς τα κάτω έστρεψε την πρώραν
(ως Άλλω έδοξε), μέχρις ου πάλιν
η θάλασσα έκλεισεν άνωθέν μας.»
Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης. Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983.
Αποκηρυγμένα