Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα —
είναι προ πολλών ετών —
στην ιδίαν γη δεν ζούσα
μετά των λοιπών θνητών.
Λυρικήν την φαντασίαν
είχον, κι αν απατηλήν,
μ’ εχορήγει ευτυχίαν
όμως ζώσαν και θερμήν.
Σ’ ό,τι έβλεπε το μάτι
πλούσιαν έδιδε θωριά·
της αγάπης μου, παλάτι
μοι εφαίνετο η φωλιά.
Και το τσίτινο φουστάνι
εφορούσε το φθηνό·
σας ομνύω μοι εφάνη
κατ’ αρχάς μεταξωτό.
Της εστόλιζαν τα χέρια
δυο βραχιόλια φτωχικά·
δι’ εμένα τζοβαέρια
ήσανε αρχοντικά.
Στο κεφάλι μαζεμένα
άνθη εφόρει απ’ το βουνό —
ποια ανθοδέσμη δι’ εμένα
είχε τέτοιον στολισμό;
Ομαλούς τους περιπάτους
πάντα βρίσκαμε μαζί,
και ή δεν είχε τότε βάτους,
ή τας έκρυπτεν η γη.
Δεν με πείθει νυν το πνεύμα
των ρητόρων και σοφών
όσον έν εκείνης νεύμα,
κατ’ εκείνον τον καιρόν.
Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα —
είναι προ πολλών ετών —
στην ιδίαν γη δεν ζούσα
μετά των λοιπών θνητών.