Aν αι ψυχαί αθάνατοι εισίν, όπως μας λέγουν,
το πνεύμα σου ίσως, Στέφανε, πλησίον μας πλανάται,
κ’ αισθάνεσ’ ευχαρίστησιν οπόταν τ’ όνομά σου
ακούης εις τα χείλη μας, και αι πισταί μας σκέψεις
με την φιλτάτην μνήμην σου οπόταν συγκινώνται.
Στέφανε, δεν σ’ εχώρισεν από ημάς το μνήμα·
από ημάς προς ους κοινός σχεδόν ήτον ο βίος.
Ομού επαίζαμεν μικροί· τας παιδικάς μας λύπας
και τας χαράς ησθάνθημεν ομού· και νέοι είτα
τας πρώτας διασκεδάσεις μας ηύραμεν ηνωμένοι —
έως προχθές, ω Στέφανε, έως προχθές, και τώρα
σε οδηγήσαμεν ψυχρόν στον ύστατόν σου οίκον.
Πλην όχι. Είσαι μεθ’ ημών. Του τάφου σου ο λίθος
πέπλον ψιλόν, διαφανές, διά ημάς θα είναι.
Και αν σ’ έχασαν τα βλέμματα των φίλων σου, σε βλέπουν
και θα σε έχουν, Στέφανε, αείποτ’ αι ψυχαί των,
αι μνήμαι, αι καρδίαι των αχώριστον εταίρον.