Το κάτοπτρον δεν μ’ απατά, είν’ αληθής η θέα, δεν είναι άλλη ως εμέ επί της γης ωραία. Οι οφθαλμοί μου στίλβοντας αδάμαντας ομοιάζουν, του κοραλλίου την χροιάν τα χείλη μου πλησιάζουν, δύο σειραί μαργαριτών το στόμα μου στολίζουν. Το σώμα μου είν’ εύχαρι, το πόδι μου φημίζουν, χείρες, λαιμός κατάλευκοι, κόμη μεταξωτή... πλην, φευ, τι ωφελεί; Εντός αυτού του μισητού κλεισμένη χαρεμίου, ποίος το κάλλος μου ορά επί της υφηλίου; Μόνον αντίζηλοι εχθραί φαρμακευμένον βλέμμα με ρίπτουν, ή απαίσιοι ευνούχοι, και το αίμα παγώνει εις τας φλέβας μου ότ’ έρχεται κοντά μου ο απεχθής μου σύζυγος. Προφήτα, Δέσποτά μου, σύγγνωθι την καρδίαν μου αλγούσ’ αν εκφωνή, Aς ήμην Χριστιανή! Aν εγεννώμην Χριστιανή θα ήμην ελευθέρα εις πάντας να δεικνύωμαι και νύκτωρ κ’ εν ημέρα· και άνδρες μετά θαυμασμού, γυναίκες μετά φθόνου θα ωμολόγουν, βλέποντες το κάλλος μου, εκ συμφώνου, — Ότι η φυσις ως εμέ άλλην δεν θα παράξη. Οσάκις θα διέβαινα εν ανοικτή αμάξη θα επληρούντο της Σταμπούλ με πλήθος αι οδοί ίνα καθείς με ιδή.
Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993.
Κρυμμένα

La Jeunesse blanche

επόμενο ποίημα