Την νύκτα, Δέσποτα Χριστέ μου, τον νου και την ψυχή μου φύλαττέ μου σαν γύρω μου αρχινούν και περπατούνε Όντα και Πράγματα που όνομα δεν έχουν και τ’ άσαρκα ποδάρια των στην κάμαρή μου τρέχουν και κάμνουν στο κρεβάτι μου κύκλο για να με διούνε — και με κοιτάζουν σαν να με γνωρίζουν σαν να καγχάζουν άφωνα που τώρα με φοβίζουν. Το ξέρω, ναι, με καρτερούνε σαν βδελυρούς καιρούς να μελετούνε οπόταν ίσως σέρνομουν μαζί των — μες στο σκότος με τα όντα και τα πράγματα αυτά ανακατευμένος. Κι αποφρενιάζουν ο καιρός να ξαναρθεί ο πρώτος. Μα δεν θα νά ’ρθει πια ποτέ· γιατί είμαι εγώ σωμένος, εις του Χριστού τ’ όνομα βαπτισμένος. Τρέμω σαν αισθανθώ το βράδυ σαν νιώσω που μες στο βαθύ σκοτάδι επάνω μου είναι μάτια καρφωμένα.... Κρύψε με από την όρασί των, Δέσποτά μου. Και σαν μιλούν ή τρίζουνε, μη αφήσεις ώς τ’ αυτιά μου κανέν’ από τα λόγια των νά ’ρθει τα αφορεσμένα, μην τύχει και μες στην ψυχή μου φέρουν καμιά φρικώδη ανάμνησι απ’ τα κρυφά που ξέρουν.
Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993.
Κρυμμένα

Τω Στεφάνω Σκυλίτση

επόμενο ποίημα