Το χέρι του ο θάνατος απλώνει
κ’ ενός ενδόξου στρατηγού το μέτωπον αγγίζει.
Το βράδυ μια εφημερίς το νέον φανερώνει.
Το σπίτι του αρρώστου με πλήθος πολύ γεμίζει.

Εκείνον τον παρέλυσαν οι πόνοι
τα μέλη και την γλώσσα του. Το βλέμμα του γυρίζει
και ώρα πολλή σε πράγματα γνώριμα προσηλώνει.
Aτάραχος, τους παλαιούς ήρωας ενθυμίζει.

Aπ’ έξω — τον εσκέπασε σιγή κι ακινησία.
Μέσα — τον σάπισεν ο φθόνος της ζωής, δειλία,
λέπρα ηδονική, μωρόν πείσμα, οργή, κακία.

Βαριά βογγά. — Ξεψύχησε.— Θρηνεί κάθε πολίτου
φωνή· «Την πολιτεία μας ερήμαξ’ η θανή του!
Aλίμονον η Aρετή απέθανε μαζί του!».

Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993.
Κρυμμένα

Σύγχυσις

επόμενο ποίημα