Δεν θέλω τους αληθινούς ναρκίσσους — μηδέ κρίνοι μ’ αρέσουν, μηδέ ρόδ’ αληθινά. Τους τετριμμένους, τους κοινούς κήπους κοσμούν. Με δίνει η σάρκα των πικρία, κούρασι, κι οδύνη — τα κάλλη των βαρυούμαι τα φθαρτά. Δώστε με άνθη τεχνητά — οι δόξες του τσινιού και του μετάλλου — που δεν μαραίνονται και δεν σαπίζουν, με μορφές που δεν γερνούν. Άνθη των εξαισίων κήπων ενός τόπου άλλου, που Θεωρίες, και Pυθμοί, και Γνώσεις κατοικούν. Άνθη αγαπώ από υαλί ή από χρυσό πλασμένα, της Τέχνης της πιστής δώρα πιστά· με χρώματ’ απ’ τα φυσικά πιο εύμορφα βαμμένα, και με σεντέφι και με σμάλτο δουλευμένα, με φύλλα και κλωνάρια ιδανικά. Παίρνουν την χάρι των από σοφή κι αγνότατη Καλαισθησία· μέσα στα χώματα δεν φύτρωσαν και μες στες λάσπες ρυπαρά. Εάν δεν έχουν άρωμα, θα χύσουμ’ ευωδία, θα κάψουμ’ εμπροστά των μύρα αισθηματικά.
Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993.
Κρυμμένα

Το Mετέπειτα

Επόμενο ποίημα