Προέβλεψε τον μοντέρνο κόσμο

ΤΟΥ GREGORY JUSDANIS, ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΟΥ ΟΧΑΪΟ

Κορυφαίοι ακαδημαϊκοί καβαφιστές μοιράζονται μαζί μας τη δική τους οπτική πάνω στη σημασία του έργου του Κ. Π. Καβάφη

Πώς ο Κ. Π. Καβάφης υπερέβη την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα, ανακάλυψε μια νέα μορφή ποιητικής έκφρασης και έγινε οικουμενικός ποιητής.

Ακόμη και ο ίδιος ο Καβάφης με την ατράνταχτη αυτοπεποίθησή του δεν μπορεί να είχε προβλέψει την σημερινή του παγκόσμια φήμη. Παρότι ανέκαθεν πεπεισμένος για την ιδιοφυΐα του, σίγουρα δεν είχε φανταστεί τις αναρίθμητες μεταφράσεις του έργου του σε τόσες γλώσσες, τις πολυάριθμες κριτικές μελέτες, τους εορτασμούς, τα συνέδρια και τα εργαστήρια που διοργανώνονται γι’ αυτόν σε όλο τον κόσμο.

Η παγκόσμια γοητεία που ασκεί ο Καβάφης σήμερα γίνεται ακόμη πιο θεαματική αν σκεφτεί κανείς τις δυσχέρειες που έζησε ο ίδιος στον καιρό του: την αδιαφορία της εμπορικής Αλεξάνδρειας για την ποίηση· τους εχθρούς που συνάντησε ο ομοερωτικός του στίχος, η εφευρετικότητα της τέχνης του, η αγάπη του για τις παρωχημένες εποχές. Προσθέστε σ’ αυτά την περιορισμένη γεωγραφική εμβέλεια της ελληνικής γλώσσας και το πόσο απομονωμένη ήταν η Αίγυπτος από τα πολιτιστικά κέντρα της Ελλάδας και της Ευρώπης.

Κι όμως, παρά τον αντίξοο άνεμο, ο Καβάφης δεν έχασε την πίστη του στην ποίηση: μετά από ένα όχι και τόσο λαμπρό ξεκίνημα, βρήκε το κουράγιο να απομακρυνθεί από τα διαβάσματά του, τις δημοσιεύσεις του, ακόμη κι από τον ίδιο τον εαυτό του και να στραφεί προς νέους ορίζοντες. Οι καινούργιες ποιητικές συνθέσεις του είχαν κάποια απήχηση στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα. Κι όταν ο ποιητής ταξίδεψε στην ελληνική πρωτεύουσα στα 1901 και 1903, συνάντησε τους κατάλληλους κριτικούς, ποιητές και διανοουμένους που ήταν ικανοί να αναγνωρίσουν την απαράμιλλη πρωτοτυπία του.

Οι αρχικές αυτές γνωριμίες ενίσχυσαν την επιδίωξή του να γίνει ποιητής παγκόσμιας κλίμακας. Στην αρχή του εικοστού αιώνα ο Καβάφης ήταν ήδη μεσόκοπος, σε μια ηλικία όπου τα όνειρα συνήθως ατονούν. Εκείνος όμως διακύβευσε τα πάντα για την λογοτεχνία, θυσιάζοντας ακόμα και τον έρωτα. Απαρνήθηκε μεγάλο μέρος των ήδη δημοσιευμένων έργων του και έβαλε πλώρη να αλλάξει την ποίηση, τη γλώσσα και την προσωπική του ταυτότητα.

Οι κριτικοί έχουν αναζητήσει τα αίτια αυτής της μεταμόρφωσης στην οικονομική καταστροφή της οικογένειάς του, στην απώλεια των φίλων, στον θάνατο όλων των αδελφών του, στην ομοφυλοφιλία του και στο ότι τελικά αποδέχτηκε την επαρχιακή Αλεξάνδρεια ως πατρίδα και σπίτι του. Όσο όμως σημαντικοί κι αν υπήρξαν αυτοί οι λόγοι, η πραγματική αιτία που έκανε τον Καβάφη να ανοιχτεί προς τον κόσμο ήταν ο πρωταρχικός του στόχος να απελευθερωθεί από την ποιητική ρουτίνα ― χωρίς να αλλάξει τη δική του, περίκλειστη ζωή. Είχε καταλάβει ότι για να αποκτήσει την επιρροή και το διεθνές ακροατήριο που επιθυμούσε, έπρεπε να διαπλάσει νέες μορφές αντίληψης και πρόσληψης.

Ο νεαρός Καβάφης έβλεπε τον εαυτό του ως αντίπαλο του Tennyson και του Baudelaire

Με κάποιο τρόπο μέσα του, πρέπει να διαισθανόταν τον επερχόμενο θρίαμβο. Ως έφηβος είχε γράψει δοκίμια και σχόλια που δεν τα δημοσίευσε ποτέ και όπου έβλεπε τον εαυτό του ως αντίπαλο του Τέννυσον και του Μπωντλαίρ. Ήταν μάλιστα έτοιμος να αποφανθεί ότι ο Όμηρος ήταν ληγμένη υπόθεση. Αυτά τα προσχέδια και οι σημειώσεις της δεκαετίας του 1890 δείχνουν έναν άνθρωπο με ριψοκίνδυνα μεγαλεπήβολο όραμα, έναν νεαρό συγγραφέα που θεωρεί τον εαυτό του εν δυνάμει μεγαλειώδη.

Για μας σήμερα, ο Καβάφης είναι μεγάλος επειδή έχει το ταλέντο να προβλέπει τον κόσμο μας εκατό χρόνια πριν. Είναι από τις λίγες φιγούρες της ιστορίας που μας παρέχουν νέες λέξεις για να εκφράσουμε τον εαυτό μας και καινοτόμους τρόπους για να κατανοήσουμε την πραγματικότητα. Δεκαπέντε λεπτά αργό περπάτημα χώριζαν το γραφείο του Καβάφη στον Τρίτο Κύκλο Αρδεύσεων, από το σπίτι του: Στη διάρκεια αυτού του περιπάτου, καθώς και αργά τη νύχτα, όταν οι φίλοι είχαν φύγει από το διαμέρισμά του, ο Καβάφης έπλαθε για μας αυτή τη νέα προοπτική: για να αναγνωρίσουμε τον αποκλίνοντα πόθο, να αγκαλιάσουμε τις εθνικές και φυλετικές μίξεις, να αποδεχτούμε την πραγματικότητα της αλληλεξάρτησης των λαών και να υμνήσουμε περιθωριακές φιγούρες και ξεχασμένους αιώνες. Θαυμάζει κανείς το πώς ο ποιητής οραματίστηκε αυτόν τον στόχο, χωρίς να βγει απ’ τα όρια της πόλης του για παραπάνω από τριάντα πέντε χρόνια.